Latest Entries »

Στιγμιότυπο 2018-01-23, 8.30.30 πμ

Δεν το ειχα πάρει σοβαρά, αλλά έπρεπε να ξεκουράσω λίγο τη μαμά και να έρθω να σε δώ…για να μη λές…
Σου είχε φορέσει babylino ,σου είχαν δωσει κάποιο ηρεμιστικό και είχαν βασιλέψει περίεργα τα μάτια σου.Με κοιτούσες όπως ποτέ άλλοτε. Το βλέμμα της μάνας μου με τρόμαξε πιο πολύ.
Ειχε κολλήσει το μυαλό του. «Απόψε θα πεθάνω».
Όσα αστεία και αν του έκανα δεν χαμογέλασε.Δεν καταλάβαινε.

Η πρώτη φορά που δεν με γνώρισε,πριν λίγο καιρό,μου άρπαξε  σχεδον ολο τον αερα απ τα πνευμόνια.Του χάιδευα τα κατάλευκα μαλλιά και του άρεσε.Αλλά το χέρι μονίμως κολλλλημένο στο χέρι της γυναίκας του. 59 χρόνια μαζί. Πως αντέχουν οι άνθρωποι τόσα χρόνια τα χνώτα του άλλου,εχω αναρωτηθεί πολλές φορές. Αλλά τέτοιες σκηνές με αποστομωναν. Ειναι όλα γι αυτόν.Μάνα, γυναίκα,μητέρα των παιδιών του, αδερφη του ,όλα.

Δεν γνώρισε ποτέ μητέρα.Ο πατέρας του αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια του όταν ήταν 6 χρονών. Διάφορες οικογένειες,κοιμόταν στο στάβλο με τις αγελάδες και βύζαινε γάλα.Όλοι περνούσαν δύσκολα τότε. Πήγε φαντάρος στην Κατερίνη είδε την κυρά Βάσω ,16 χρονών κορίτσι και την παντρεύτηκε. Κι έμεινε εκεί.Δεν ξαναγύρισε στην πατρίδα του κι ας ήταν πιο όμορφα. Μας πήγε 2-3 φορές στην Κεφαλλονιά για να μας δείξει που μεγάλωσε και να κρατήσει μια σχέση με τ αδέρφια του.

Πάνω απ όλα η οικογένεια του.Ήσυχος άνθρωπος.Ούτε καφενείο.
«Βρε αγόρι μου ,πήγαινε μια βόλτα να πιείς ενα καφέ».
«Οχι , μου φτάνετε εσείς».
Και τι δουλειές δεν έκανε για να περνάμε όσο πιο άνετα μπορούσαμε.Τον θυμάμαι μέσα στα χιόνια στο χωριό να πουλάει πετρέλαιο με ένα τρίκυκλο σε διάφορα χωριά.Αργούσε να έρθει κάποιες νύχτες και τον περίμενε .Μερικά βράδια τους διάβαζα οτι ειχα μάθει στο σχολείο και τον έπαιρνε ο ύπνος στην καρεκλα.




. Περίμενε να γυρίσω απο Καζαμπλάνκα για να με αποκαλέσει με δάκρια στα μάτια , Αννούλα μου.
Τον ειχε προγγίξει η μάνα μου-λέξεις και τόνος,που δεν ξέχασα..
«Αν φέρεις ποτέ σε δύσκολη θέση το παιδί,να ξέρεις.Εσυ θα φύγεις,οχι αυτό». Δεν ξέρω αν το έκανε απο φόβο μη τη χάσει ή απο αγάπη.Αργότερα κατάλαβα πως είχε τόση αγάπη μέσα του και για μένα. Αν η αδερφή μου δεν είχε το όνομα της μάνας του,που δεν γνώρισε ,μπορεί να είχα τα πρωτεία στην καρδιά του απ ολα τα παιδιά του.

(Δεν μουφτανε το θεωρείο που μου ειχε παραχωρήσει αυτή.Ειναι γλυκιά η αγάπη και αχόρταγη.

Δεν σε ανέφερα ποτέ σε κανένα γραπτό μου,σχεδόν σε καμμία συνέντευξη.Ακόμη και στην αυτοβιογραφία μου δυο αράδες έγραψα .Με προβλημάτιζε ανα καιρούς όσπου σχεδόν κατάλαβα οτι μάλλον σε παραείχα δεδομένο. Ενώ η άλλη η τσαούσα , μου κρατούσε μούτρα,με μάλωνε,με αγκάλιαζε, με χαστούκιζε πιο παιδί. Εσυ… σαν να μην υπήρχες.Αθόρυβος.Την δουλειά σου ,για να έχουμε να φάμε και το «σπίτι» σου. Ενα χαστούκι κάποτε μου έδωσες,ήμουν πολύ μικρό και μου έκανε τόσο εντύπωση!

Και τώρα σ έβλεπα ανήμπορο με 85 χρόνια στην πλάτη ,να μην μπορείς να περπατήσεις , με ενα πρόβλημα που αποκαλύφθηκε πρόσφατα στον εγκέφαλο και τη μερική άνοια ,που τη διασκεδάζαμε,αν θυμάσαι όλοι μαζί.Φυσικά και δεν του έκανες τη χάρη να φύγεις εκείνο το βράδυ.Μπορεί κι εκείνος να τρόμαξε απ το βλέμμα της μάνας μου.
Σ ευχαριστώ για τις σιωπές τις ηθελημένες .Σε παρακαλώ συγχώρεσε με για όποια πληγή σου άνοιξα. Να ξέρεις πως σ αγαπώ και πρέπει να στο λέω πολλές φορές γιατί το ξεχνάς σε δευτερόλεπτα.Σου χρωστάω τη ζωή μου στο κάτω-κάτω…

Υ.Γ. Εβδομήντα μέρες σε ενα αποστειρωμένο χώρο,με δεκάδες σωλήνες να εισχωρούν στο σώμα σου.Το τόσο ταλαιπωρημένο μα ακούραστο.Μισή ώρα να διευθετίσω την ανάγκη μου να ακουμπήσω τα παραμορφωμένα χέρια απο το πρήξιμο,να ακουμπήσω τα ασημένια-κάπως απεριποήητα μαλλιά σου,να δώσω ΙΣΩΣ το τελευταίο χάδι.Να συγκρατώ σαν άλλος άτλαντας το λυγμό μου και τα δάκρυα μου,ακούγοντας την άλλη ζωή  σου να σου ψιθυρίζει κλαίοντυας βουβά:Άνοιξε τα μάτια σου αγόρι μου,ψυχή μου.Το κορίτσι σου ειμαι.Έλα πάμε σπιτι μας , ειναι σιωπηλό και οι κραυγές μου κάτω απ τις κουβέρτες,όταν σε ψάχνω δίπλα μου,με αποδυναμώνουν. Ελα παληκάρι μου,ελα Σταυράκο μου…

Ποιό πόνο να διαχειριστώ ρε μπαμπάκα;Τοδικό σου,που δεν αντιλαμβάνεσαι την απώλεια της σταθεράς μου; Το πόνο των 60 χρόνων που διαλύει τη σιωπή ,σ ενα ψυχρό λευκό δωμάτιο,που δεν ειχες την ευχέρεια να πεις ενα αντίο,σε οτι σε εκανε ευτυχισμένο.

Υ.Γ.2 Μη μου την πάρεις σε παρακαλώ.Έφυγες γεμάτος .Σου έκλεισε τις πληγές.Δώσε χρόνο ρε μπαμπά να γεμίσω κι εγώ κι εμείς.Να της προσφέρω μια αγκαλιά απο καρδιές συγκολιμένες που μόνο αυτή μπορεί να απαλύνεις τις ουλές.

Δεν ειναι ο θάντος που φαντάζει ανυπέρβλητος.Ειναι αυτό το ποτέ ξανά.

Αντίο πατέρα μου …

Η Συγγρού,ειναι καλύτερο σχολείο;

Είναι ένα χαριτωμένο,χαμογελαστό,ευχάριστο κορίτσι.Μια υποψία από λιγοστά γένια,κεκαλυμμένα με make up,με έβαλαν σε δεύτερες σκέψεις.
Καθόταν σιωπηλή, στην αρχή, στην αίθουσα του σωματείου.(Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών).Για κορίτσι την πέρασα με την πρώτη ματιά. «Καμιά εθελόντρια», σκέφτηκα, «ή λεσβία».
Είχαμε ασχοληθεί πολύ με την περίπτωσή της, κοινωνικά και νομικά, αλλά δεν την είχα γνωρίσει.Δεν βγαίνει στη Συγγρού.Μόνο από αυτό ένιωσα ένα δέος.
Να, σκέφτηκα, αλλάζουν οι καιροί.Τραβεστί που δε χρειάζεται να κάνουν πεζοδρόμιο.Τι ευτυχία!Τι τυχερό παιδί.Σπουδάζει.Σε κάποιο εσπερινό σχολείο στην Ηλιούπολη.
Μα δεν αλλάζουν οι καιροί, οι άνεμοι αλλάζουν φορά χαζή, ρομαντική Αννούλα.Άννα και αυτή.Πανέξυπνα, ζωηρά μάτια. Νιάτα. Όρεξη για ζωή. Για μια «φυσιολογική» ζωή.Αρνείται να δεχτεί μια φύση που δεν τη διάλεξε.Αρχίζει σιγά-σιγά να αλλάζει τρόπο ντυσίματος.Τα πρώτα γιουχαΐσματα από τους συμμαθητές δεν την πτοούν.Δεν μπορούν και προφανώς δε θέλουν να καταλάβουν πως αυτό είναι πάνω από την ίδια.Πάνω από τη λογική.Είναι η ίδια η φύση.Λίγο πιο παιχνιδιάρα φύση, αλλά είναι η δημιουργός. Συνεχίζει η δύναμη να επιβάλλεται και προχωράει.Λίγο μακιγιάζ στη συνέχεια,ίσως και κάποιο φλερτ με κάποιο αγόρι,γιατί όχι. Ορμόνες είναι αυτές.Εφηβεία.Εξερεύνηση μιας ταυτότητας που έχει να κάνει με το φύλο και όχι το φυλλάδιο της αστυνομικής. Δυναμώνουν τα αδιάκριτα βλέμματα, σίγουρα κάποιοι θα ήθελαν να την πηδήξουν,μα πού να τολμήσουν να ξεφύγουν απ’ τον συρμό; Το μαύρο πρόβατο ήδη υπήρχε.Τα υπόλοιπα απλά βέλαζαν,σαν ουρλιαχτό στην αρχή.Μετά έκρωζαν.Χειρονομούσαν,αλυχτούσαν, στέκονταν έξω από τις τουαλέτες μπας και δουν το αξιοπερίεργο πλάσμα,περίμεναν το διάλειμμα να βγάλουν τη χολή που κουβαλούσαν απ’ το σπίτι τους,την οικογένειά τους,την γκόμενα,τον φίλο τους,τον εχθρό τους,την αυθάδεια που κουβαλά η νιότη, το θράσος της άγνοιας,τον πόνο εν τέλει που κάπου πρέπει να ξεσπάσει.

Στο μαύρο πρόβατο.Στο διαφορετικό που αδιαφορούν γιατί είναι διαφορετικό. Αρκεί που υπάρχει σαν σάκος του μποξ.
Δυσφορεί σ’ ένα σώμα που δεν το θέλει.Δυσφορεί σε μια κοινωνία που δεν τη θέλει.Αγριεύουν τα πράγματα.Η δίψα για μάθηση, να ξεφύγει απ’ τα στερεότυπα,η άρνηση να γίνει ένα σαρκίο που θα περιφέρεται προς άγρα πελατών,δεν την αφήνουν να πέσει. Παλεύει με τα θηρία μέσα της μα ξέρει πως θα τα ηρεμήσει κάποια στιγμή.Αυτά τα θηρία όμως,τα εξωτερικά,είναι απαίδευτα,γι’ αυτό σχεδόν ανίκητα.Πολεμάει σιωπηλά με μόνο σύμμαχο τον εαυτό της.Θα σταματήσουν κάποια στιγμή, πού θα πάει.Θα βαρεθούν.

Πόσα χρόνια πίσω με πήγε αυτή η σκέψη! Ένα σιέλ πουκάμισο με στάμπα τους Άγγελους του Τσάρλι τόλμησα να φορέσω,αυτοκόλλητο από το περιοδικό «Μανίνα»,και το τι άκουσα δεν μπορώ να το περιγράψω.Ούτε εγώ είχα πτοηθεί.Θα κουραστούν,έλεγα,θα σταματήσουν κάποια στιγμή.Αλλά… άλλα χρόνια.Άλλοι άνεμοι.Βιαζόμουν να ξεφύγω.Δεν είχα και κάποιον να μου πει, «πού πας;». Ποιος σου είπε πως το φουστάνι πάει ντε και καλά πακέτο με τη Συγγρού;Ποιος σου είπε πως το σχολείο της Συγγρού είναι καλύτερο από αυτό;Κανείς.Μια μάνα μόνο να παρακαλάει.Μα πώς να με κρατούσε;Μπορούσε;
Η Φάρα Φόσετ έφυγε απ’ τη φωτογραφία και μπήκε σαν σίφουνας μέσα μου. Πρόλαβα κι έφυγα μην και καταφέρουν να νικήσουν.

Η Άννα της ιστορίας μου μπορεί να είναι πιο δυνατή από μένα.Μάλλον είναι.Αντέχει.Αντιστέκεται.Σε άλλες αρένες.Με άλλα θηρία. Το σοκ έγινε ένα απόβραδο.Της έριξαν βενζίνη κι ένα σπίρτο από πίσω για παρέα.Πρόλαβε και απέφυγε το δεύτερο.Τρόμαξε απ’ τη μυρωδιά,τη θηριωδία,το νεύμα του θανάτου που την κάλεσε για λίγο,τα απόκοσμα γέλια,τη φλόγα που δεν την ακούμπησε.Πήγε στον λύκο του κοπαδιού,για προστασία.Στον διευθυντή.
Αρνιόταν τόσο καιρό πεισματικά να την αποκαλεί Άννα.
«Εγώ αντρικά στοιχεία βλέπω.Και πάψε να ντύνεσαι έτσι, προκαλείς»,ήταν η επωδός του.Η ταυτότητα φύλου,που λέγαμε.Δεν θα την είχε ακουστά,κοτζάμ διευθυντής.Δεν την προστάτεψε,ως όφειλε.Μα ήταν του συστήματος και μάλιστα του παλιού.Πώς αλλιώς θα μπορούσε να φερθεί ένας «άνθρωπος» όταν εξ ορισμού δεν παίρνει τη θέση του αδύναμου;
Όταν έχει υποχρέωση,ως δάσκαλος πάνω απ’ όλα,να βάλει στην αγκαλιά του ένα ταλαιπωρημένο πλάσμα,παρ’ ολίγον νεκρό απ’ την ολιγωρία του;
Μια Φιλόλογος στάθηκε στο πλευρό της,στυλοβάτης στο Γολγοθά που θα ακολουθούσε. εν σταμάτησε. Ήθελε να σπουδάσει.
Το καταλαβαίνεις;Να σπουδάσει.Να μη γίνει περίγελος του ίδιου της του εαυτού.Του κάθε κομπλεξικού μαλάκα.
Δεν γούσταρε,ρε αδερφέ,να κάνει πεζοδρόμιο.Ήθελε το ίδιο πράγμα που θέλουν και τα παιδιά σου.Και τα παχύσαρκα παιδιά του φίλου σου.Τα παιδιά με χοντρά γυαλιά μυωπίας του κουμπάρου σου. ο λιγομίλητο παιδί του αδελφού σου.Το πλούσιο παιδί του γείτονά σου.Το ανορεξικό,το κλειστό,το λαλίστατο,το,το,το…
Ήρθε σε μας.Έψαξε,έμαθε και ήρθε.Μαζί με την καθηγήτρια.Ο πόλεμος συνεχίστηκε στο σχολείο.Αλίμονο.Τάραξε τη λίμνη τους.Από πού θα έπιναν νερό τα πρόβατα;
Πήγαμε σε όλους τους φορείς.Γεμίσαμε δελτία Τύπου κάθε υπουργείο,κάθε υπηρεσία.Κυκεώνας χαρτιών,υπομνημάτων,δηλώσεων. Αρωγοί,πολλές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων,ο Συνήγορος του Πολίτη και πολλοί άλλοι.
Ακάθεκτο το σκυλί.Η Φιλόλογος στο Πειθαρχικό.Για τέτοια δίκαιη κοινωνία μιλάμε.Η μικρή στο σχολείο.Ίσως με λίγο δύναμη παραπάνω.Όχι ίσως, σίγουρα.
Έχει δρόμο η ιστορία ακόμη.Μα είναι ακόμη στο σχολείο.Αυτό λέει πολλά.Και ντυμένη.Και βαμμένη όπως αυτή την κάνουν τα φτιασίδια να νιώθει όμορφα και όμορφη.Δε γίνεται να μην πάω πίσω και να μη θυμηθώ τα λόγια του καθηγητή μου στο γυμνάσιο, όταν τα υπολείμματα του κραγιόν ήταν εμφανή στα χείλη μου,απ’ το κραγιόν της μάνας μου που δοκίμαζα το προηγούμενο βράδυ.
«Κουρουπέ, πάλι κραγιόν φορούσες χθες βράδυ;».
Ναι, ρε Καράμπελα, ακόμη το φορώ περήφανα.Και μου πάει.Ειδικά το κόκκινο,σαν εκείνο της μάνας μου.
*Αννούλα, υποκλίνομαι στη δύναμή σου,στο σθένος σου,στην άγνοιά σου που θέλουν ντε και καλά να την κάνουν γνώση με τη δική τους λογική.Τα σέβη μου στην καθηγήτρια που σε στήριξε, με το όποιο κόστος.
Οικτίρω μια κοινωνία που αρνείται να μπει στη διαδικασία να καταλάβει τι σημαίνει «διαφορετικό».Που το φοβάται χωρίς καν να ξέρει τι είναι.
Κάτι σαν από Μεσαίωνα. Και δεν είναι καν κόκκινα τα μαλλιά σου, γλυκιά μου, για να σε κάψουν…

ΑΓΩΓΗ,ΑΠΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΑΦΙΑ

Screen Shot 2018-10-11 at 18.11.47

Η Ελισάβετ Βακαλίδου, η γνωστή σε όλες και όλους από την δεκαετία του 1970 Μπέτυ, στράφηκε εναντίον μου με αγωγή για προσβολή προσωπικότητας για οσα έχω γράψει γι’ αυτην στο facebook.

Ζητά να υποχρεωθώ να της καταβάλω 25.044 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και έχει υποβάλει και μήνυση εναντίον μου για συκοφαντική δυσφήμηση.

Την ίδια ημέρα που ήρθε η αγωγή, φροντισε να στείλει δύο άτομα να με απειλήσουν για να σωπάσω “για την Βακαλίδου”.

Επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι είχα κάθε δίκιο για όσα έγραψα εναντίον της.
Μη ξεχνάμε την παραδοχή της στο βιβλίο της «Μπέτυ» για την απαγωγή και άγριο ξυλοδαρμό του αείμνηστου Ταχτσή στα βράχια της Βουλιαγμένης.
Γιατί τα έγραψα για να προστατεύσω την σωματική μου ακεραιότητα.
Οτιδήποτε μου συμβεί “τυχαία”, θα γνωρίζετε όλοι ποια το προκάλεσε.

Οπότε, πλέον, παρακαλώ να μην χρησιμοποιείται ο όρος “ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα” για το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Διότι όποιος δεν σέβεται την ελευθερία της έκφρασης και τον συνάνθρωπό του, δεν σέβεται κανένα ανθρώπινο δικαίωμα.

 

Απο μίσος έφυγες,απο φόβο θα μείνεις…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σιχάθηκα.Ρε φίλε δεν μπορώ να σε θρηνήσω.Δεν μ αφήνουν ρε Ζακ.
Εκεί που ραγίζει η ψυχή μου για την απώλεια,φουντώνει η οργή απ τ άδικο.Απ τη προσπάθεια συγκάλυψης.Απο ένα κύμα μίσους,που σκάει με μανία απο εκεί που δεν το περιμένεις.
Και να μου λένε οτι πάω να σε κάνω ήρωα.Ποιόν,εσένα;
Μα ήσουν ετσι κι αλλιώς.Η αναρχική σου «παρενόχληση» αμα τη εμφανίσει σου,το αποδείκνυε καθημερινά.
Βρίσκω κουράγιο σε λόγια και αγκαλιές αυτών που σ αγαπούν πραγματικά, αλλά μπαίνω στη διαδικασία να σκεφτώ,ποιό ειναι το πραγματικό σε μια αγάπη;
Σε σκότωσαν.Σε λιτζάρισαν ανθρωπάκια που πήραν δύναμη απ αυτούς που σε αποτέλειωσαν.
Και ήσουν πάλι,για ακόμη μια φορά αξιοπρεπής αντικρίζοντας αυτό που φοβόσουν.
Οχι το θάνατο.
Την επιλογή του να σε αποτελειώσει ετσι.
Έγραψα για σενα το «αντίο» μου και θα το γράφω μεχρι να βγεί η όποια αλήθεια.Αφού το διάβασες,το ξέρω
Γιατί ολη δεν θα βγεί.
Κι εκεί πάνω σε νιώθω να μου βαράς τη πλάτη μ ενα δάχτυλο,με το ενα νύχι βαμμένο-κι εκεί αναρχικός-και να το νιώθω μπουνιά.
Γιατί δεν εισαι καλά εκεί που εισαι.Γυροφέρνεις το αδύναμο σώμα σου να σπάσει τη «χειροπέδα» που σου φόρεσαν,λίγο πριν πνιγείς απ το ιδιο σου το αιμα!
Φόρος τιμής για οτι άφησες πίσω.
Αναρωτιούνται,τι εννοώ,»τώρα αρχίζουν όλα».
Ειναι που δεν μπορείς να γελάσεις ακόμη,που δεν το κατανοούν.
Εκείνο το στραβό,άνισο με το απέναντι λακάκι στα χείλη σου,διακρίνω και ξέρω οτι έκανες τη διαφορά,ακόμη και την ύστατη στιγμή.
Εκείνες τις στιγμές που έγινες πανελλήνιο θέαμα ανθρωποφαγίας και αρένας.
Και δεν τους αφήνω.Τους πολεμάω.Παλι γελάς.Κάτι ξέρεις,που εμείς αγνοούμε.
Αυτό που λείπει.Αυτό που δεν θα σε κάνει ήρωα,οπως ειρωνικά σε σκυλεύουν.
Αυτό που θα σε δικαιώσει.Αυτό που θα βουλώσει τους οχετούς και θα πάρουμε μια βαθιά ανάσα,να θρηνήσουμε ρε Ζακ.
Ουτε αυτή την πολυτέλεια δεν μας αφήνουν.
Κι ερχονται Ζακ άνθρωποι που σε σιχαίνονταν γι αυτό που ήσουν,το ανώτερο,το ειρωνικό-θεικό χάρισμα η ειρωνία στον αδύναμο της κοινωνίας-και τώρα σου πλέκουν εγκώμια και σε βάζουν σε λίστες,σε ομάδες,σε οργανώσεις.
Ποιές οργανώσεις;Αφού δεν ανήκες πουθενά.Ήσουν παντού.Τώρα σε οικειοποιούνται ως κομμάτι τους.Γιατί;
Τολμούν να αντιληφθούν αυτό το δάχτυλο στη πλάτη τους;
Αυτοί που προσπάθησαν να σε απομονώσουν με λάσπη εν ζωή,τώρα σε «διοργανώνουν».Σε βάζουν σε γραμμή.
Η εστω προσπαθούν.
Δεν την ήθελες τη βια, το ξέρω.Ουτε το άδικο όμως αυτής.
Το ρεκβιεμ σου,το ιδανικό σου θα ήταν να σπάσουμε κάθε κοινωνικό άδικο κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ισως να ήταν και η μόνη φορά που θα έβγαζες την περούκα και θα την έχωσες στο στόμα κάθε προδότη,κάθε καριόλη που τολμά να μιλά-με ποιο δικαίωμα άραγε-για σένα χωρίς να θυμάται πόσες φορές σε πέταξε σε άλλες βιτρίνες να βρείς παρηγοριά.
Δεν ήσουν κολλητός μου ρε φίλε.Με ποιό δικαίωμα λοιπόν,μιλώ εξ ονόματος σου;
Να σου θυμίσω, ή πάλι με περιπαίζεις;
Τα σκοτάδια μας μωρό μου.Που τα μεταφράζουν ντρόκια και πρεζα.
Γιατί δεν ξέρουν πως ειναι να το κουβαλάς αυτό.
Η «υπεροχή» τους ειναι η εξουσία στους άλλους.
Όταν βλέπουν αυτό το «μαυρο» σαράκι που γεννά φως,σαστίζουν.Φοβούνται.
Απο φόβο όλα γίνονται,φίλε μου.Απο μίσος «έφυγες»,απο φόβο θα μείνεις για πάντα εδω.
Απο φόβο,ανασφάλεια,αδικο,ανατροπή,ανέχεια,και δύναμη,αρχίζουν τωρα ολα.
Επρεπε να εισαι εσυ ο υποκινητής.
Μόνο που αυτή τη φορά δεν το διάλεξες… Το χαρίζεις κι αυτό απλόχερα.

Beautiful-bodies-beautifully-burning

Who knows, apart from him, what he meant that during August there are no news.
Did he mean that it doesn’t get the appropriate attention under the burning sun at a beach?
Does the dizziness from beer diminish the news?
Is it news that the burnt body of a trans woman was thrown away, like a bag full of “conscience” trash?
Why would we consider this news more important because she was trans, letting more tears flow, mixing with the saltiness of sweat and summer, lest we show more “sympathy” than we should?
May I remind you, a bit paradoxically, the difference? Not between lives. Between deaths.
You have a wonderful house. You instruct and share your ideas with your gardener, tell him how you want your garden to be spectacular. With its romantic kiosks. You imagine idyllic nights with a full moon in the embrace of people you love. With small paths, where you are strolling in the night, safe, the only danger being some gnats and mosquitoes. Beautiful, right? You are lucky and loved, because you generously offer your “goods”, since you can, where you can.
Let’s go to another neighborhood. A lovely little house. It has a big yard, but with no flowers. Rocks, empty paper bags with crumpled dreams, a dry land. A land thirsty for the cheapest and yet most expensive good. In a small corner, quite sunny and safe from the wind, there is a small purple flower growing. On an almost non-existing stem, the flower hangs, as if it wants to fall. To run. To escape this wasteland.
The flower grows. Expands. Nature gave it only a drop of scent, yet its fragrance fills the yard. And a bit further outside. Isn’t it beautiful? Its colour changed, too. It added some iridescence to its purple. It shines. No, it doesn’t shine. It’s self-luminous.
When it’s windy, the flower clutches onto the entrance of the yard, for fear it will break. When it’s raining, it bends some more, it tilts, it loves its life, but has no one to take care of it. Meanwhile, the others…
Pruning, spritizing with nutrient chemicals, cooling during August nights. So many goods. Yet that purple flower with the iridescent petal is more beautiful. Special, maybe? More special.
It grabbed whatever was taken from it. Whatever it was given. It fought for its life, its existence. It laid its body in beds it didn’t know. Unknown spots, cotton ones, filled with worms and lice. However you try to shake them off, they leave their mark. So many hands. Coarse. Calloused hands and minds. Irritable.
She was going to such a bed that day. A few days ago, she was screaming for the right to a beautiful soul, with a truncheon over her head, the Sword of Damocles, as always. The right to a soul without thorns. Thorns fucking hurt. They make you bleed. They leave scars that no gardener can erase.
Do you understand now why Hande, from Turkey, suffering a horrible death, is important news? Especially during August.
P.S. For the record, let it be mentioned that Hande Kade’s body was found by the side of a road last week in Istanbul(2016), after she had been reported missing. The last time she was seen, she was entering a client’s car, and soon it was revealed that she was burnt alive. She is the last victim in a series of hate crimes in Turkey, against the LGBTQ community.

Μετάφραση Μαριάννα Κουφοπούλου

 

 

 

 

 

 

Βιντεοκλιπ με τρανς απο την Τουρκία αναδεικνύοντας τη βία και τη μισαλλοδοξία.

Άραγε ποιός να γνωρίζει,εκτός τον ίδιο,τι εννοούσε,οτι τον Αυγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις;
Οτι δεν εχουν τη δέουσα σημασία κάτω απο τον καυτό ήλιο σε μια παραλία;
Η παραζάλη της παγωμένης μπύρας , μειώνει την είδηση;
Ειναι είδηση το καμένο κορμί μιας τράνς γυναίκας,πεταμένο σαν μια σακκούλα γεμάτη σκουπίδια συνειδήσεων;
Γιατί να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία επειδή ήταν τράνς και να αφήσουμε να κυλήσει περισσότερο δάκρυ για να μπερδευτεί με την αλμύρα του ιδρώτα και του καλοκαιριού μη και δείξουμε μεγαλύτερη “συμπόνια” και φανεί.

Να σου υπενθυμισω λιγο παράδοξα , τη διαφορά;Οχι της ζωής.Του θανάτου.

Εχεις ενα υπέροχο σπίτι.Δίνεις την εντολή και τις ιδέες σου,στον κηπουρό σου,πως θέλεις να φαντασμογορήσει ο κήπος σου.Με τα “”περίπτερα” τα ρομαντικά.Να φαντάζεσαι ειδυλιακές πανσέληνους αγκαλιά με αυτό που αγαπάς και γουστάρεις.Με ‘διαδρομάκια” να νυχτοπερπατάς , ασφαλής και ο μόνος κίνδυνος να ειναι οι σκνήπες και τα κουνούπια.Όμορφα ε; Τυχερός και αγαπημένος,γιατί προσφέρεις αφειδώς τα “αγαθά” σου , αφου μπορείς , εκεί που μπορείς.

Πάμε σε μια άλλη γειτονιά.Ωραίο σπιτάκι. Με μεγάλη αυλή αλλά χωρίς λουλούδια.Κοτρώνες , άδειες χάρτινες σακκούλες με τσαλακωμένα όνειρα , σκασμένη γη.Διψασμένη για το πιο φτηνό και συνάμα πιο ακριβό αγαθό της. Κάπου σε μια γωνίτσα με μπόλικο ήλιο αλλά απάνεμο, φυτρώνει ενα μωβ λουλουδάκι.Πάνω σε ενα ανύπαρκτο σχεδόν μίσχο , κρέμεται σαν να θέλει να πέσει .Να τρέξει.Να φύγει απ τον ξερότοπο.
Μεγαλώνει.Απλώνεται. Μια σταγόνα μόσχου του έριξε η φύση και μυρίζει ολη η αυλή.Και λίγο παραέξω. Όμορφο που εινβαι.”Άλλαξε” και χρώμα. Έβαλε ίριδες ανάμεσα στο μώβ.Γυαλίζει.Οχι, οχι. Δεν γυαλίζει.Ειναι αυτόφωτο.
Όταν φυσάει γατζώνεται με δύναμη απ την αυλόπορτα μη και σπάσει.Όταν βρέχει,σκύβει κι άλλο, γέρνει,αγαπάει τη ζωή του, μα δεν εχει κανενα να το το φροντίζει. Ενω τα άλλα…

Τι κλαδέματα, ραντίσματα, δροσίσματα τις Αυγουστιάτικες νύχτες. Τοσα αγαθά.
Κι όμως εκείνο το μώβ με την ίριδα στο πέταλό, ειναι πιο όμορφο.Πιο ιδιαίτερο θέλεις; Πιο ιδιαίτερο.

Άρπαξε οτι του πήραν.Οτι του δόθηκε.Πάλεψε για τη ζωή του,την ύπαρξη του. Άπλωσε το σώμα του σε κρεββάτια που δεν γνώριζε.Άγνωστες γωνιές βαμβακερές,γεμάτες σκουλήκια και ψείρα.
Οσο και τα τινάξεις απο πάνω σου , άφησαν το “στίγμα” τους. Τόσα χέρια.Αγρια.Τόσοι κάλοι σε παλάμες και εγκεφάλους. Αψείς.

Σ ενα τετοιο κρεββάτι πήγαινε εκεινη τη μέρα. Λίγες μέρες πριν φώναζε με ενα γκλόπ απ πάνω της ,Δαμόκλειος σπάθη μια ζωή, για το δικαίωμα να ειναι όμορφη η ψυχή της. Να μην εχει αγκάθια.Γδέρνουν τ αγκάθια,γαμωτο.Ειναι σκληρά.Σε ματώνουν.Σου αφήνουν σημάδια , που κανένας κηπουρος δεν μπορεί να σβήσει.

Μήπως κατάλαβες λίγο , γιατί ο φρικτός θάνατος της Χάντε , απο την Τουρκία , ειναι πολύ μεγάλη είδηση;Ειδικά τον Αύγουστο.
Υ.Γ. Για την ιστορία να αναφερθεί ότι το σώμα της Χαντέ Καντέρ βρέθηκε στην άκρη ενός δρόμου την περασμένη εβδομάδα στην Κωνσταντινούπολη, αφού είχε δηλωθεί η εξαφάνισή της. Την τελευταία φορά που την είδαν έμπαινε στο αυτοκίνητο ενός πελάτη και σύντομα αποκαλύφθηκε ότι την έκαψαν ζωντανή. Είναι το τελευταίο θύμα σε μια σειρά εγκλημάτων μίσους ενάντια στην κοινότητα LGBTQ στην Τουρκία.

Τα Ardan και ο φοίνικας

Βρέχει πολύ για καλοκαίρι.. Μ αρέσει η βροχή.Με μελαγχολεί ευχάριστα.Αψυχολόγητο συναίσθημα. Κλαίει πολύ ο θεός σήμερα , θα έλεγε κάποιος ποιητής.Ούτε στο απέναντι μπαλκόνι δεν εχω θέα. Τα ζωντανά μου λουφαγμένα , με κάποιες εξάρσεις την γάτας για παιχνίδι. Όταν λοιπόν με συνεπαίρνει αυτό το αψυχολόγητο συναίσθημα , εχω την τάση να αναπολώ.

Και δεν φταίει η ηλικία. Στίς εκ γενετής ρομαντικές-μελαγχολικές ψυχές , το χθές μοιάζει πιο όμορφο. Ίσως και να ειναι.

Με γοητεύει να γυρίζω τις σελίδες του “βιβλίου” μου και να πηγαίνω κάπου , οχι απαραίτητα όμορφα , αλλά σε μέρη που το μελάνι ειναι πιο έντονο.Πιο χοντρά τα γράμματα, πιο άτσαλα γραμμένες οι λέξεις..Πιο…βρεγμένες οι προτάσεις , ίσως απο κάποιο δάκρυ. Μπορεί και χαράς.

Πάω λοιπόν σε μια βροχερή βραδιά. Παρόμοια εποχή,μια πολύ ζεστή βραδιά. Η υγρασία μου τρυπούσε το δέρμα . Ελαφρά ντυμένη , ξετσίπωτη δηλαδή , χωμένη κάτω απο έναν τεράστιο ,με φουντωτή καταπράσινη κορυφή, φοίνικα. Έξω απο κάποιο μπάρ , στέκι αλλοτινών εποχών , με πελατεία Φελινική σχεδόν.

Τραβεστί (ο όρος τράνς δεν υπήρχε ακομη) σε πρώιμο στάδιο , άλλες παρηκμασμένες και άλλες “κυρίες”, θεές βγαλμένες απο ταινία. .Ο αντίποδας , ο αντρικός πληθυσμός φυσικά.Φαντάροι , όμορφα , άγουρα αντράκια ψάχνοντας αμφίβολη ηδονή.Μήπως ήξεραν όλοι που βρίσκονται;

Νταήδες , κουτσαβάκια, ευγενείς .Για κάθε γούστο, υλικό.Το παζάρι με οβολό ή οχι , ειχε μια αλλοπρόσαλη , απίστευτη γοητεία.
Κάθε βράδυ χωνόμουν για ενα δυο ποτά. Δεν μπορούσα να πιω περισσότερο.Ήδη η χημεία των Αρντάν , ειχε κάνει τη δουλειά της.

Εξω απο αυτό το μπαρ λοιπόν , ήταν η πιάτσα μου.Δεν ήταν και το καλύτερο σημείο-παρασυρόμουν απο το όλο πανηγύρι- αλλά η πληθώρα των πελατών και του χρήματος , τα ξεπερνούσε αυτά.

Εκείνο το βράδυ , λόγω βροχής δεν ειχε κόσμο το μαγαζί.Χώθηκα για λίγο και ξαναγύρισα στην “παρέα” μου. Στον φοίνικα.Οι παραισθήσεις που προκύπτουν απο μια τέτοια χρήση χαπιών ειναι τραγικές.Τραγελαφικές θα πρόσθετα , τώρα που ειμαι στην απ έξω.

Του μιλούσα σχεδόν κάθε βράδυ.Κάποιες φορές έπαιρνα και απάντηση.Αυτό πρόσταζε ο πειραγμένος εγκέφαλος μου.Να πάρω και ατάκα. Απο την πρώτη στιγμή που το ψηλοτάκουνο πάτησε αυτό το σημείο , μόλις βγήκα απ το ταξί , ένοιωσα πως δεν ειμαι μόνη.Εκείνες οι τέσσερις πλάκες πεζοδρομίου που φιλοξενούσαν το δέντρο, έγιναν χαλί στα πόδια μου.

Κρύφτηκα πολλές στιγμές πίσω του όταν περνούσαν οι άλλες με τα αυτοκίνητα τους ή τα ταξί , ουρλιάζοντας “ τζάσε, τα ρουνά” .(Φύγε , μπάτσοι). Έπαιζα παιχνίδι με τα περιπολικά στην παραζάλη μου.Αρκετές φορές κατάφερνε ο “φίλος μου” και με έσωνε.

Τις απίστευτα κρύες νύχτες , όταν ο αέρας θύμωνε με κάτι εκεί πάνω στον ουρανό και κατέβαινε μανιασμένος προς το έδαφος , χωνόμουν πίσω του να με προφυλάξει.Γύρω-γύρω. Μπορείς να φανταστείς λίγο τη σκηνή; Δεν ειναι τραγελαφική;

Αυτό που μου έδινε τη μεγαλύτερη ασφάλεια ήταν απλά η παρουσία του.Με βοηθούσε χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα. Όταν υπερέβαινα τη δόση μου –και με τη βοήθεια κάποιων φιλενάδων μέσα στον καφέ μου- άνοιγα πλέον κανονική συζήτηση μαζί του. Ειδικά τα ξημερώματα που ερήμωνε λίγο το πράγμα.Υπήρχαν φορές που ένοιωθα τα φύλλα του να με αγκαλιάζουν , να με χαιδεύουν προστατευτικά στην πλάτη, στο χέρι.Και στο μάγουλο καμμιά φορά.
Οχι δεν ήταν η ανάγκη για επικοινωνία. Ήταν η μαστούρα. Και μέσα απο αυτήν έβλεπα ενα ζωντανό πλάσμα , ακαθόριστο δίπλα μου.Το έβλεπα να ζωντανεύει κι ας ήταν ακίνητο.

Εννοείτε πως όταν αποφάσισα να φύγω απο τη λεωφόρο , για μια ακόμη πιο μεγαλύτερη “λεωφόρο” στη ζωή μου , πήγα και τον αποχαιρέτησα. Σαν να μου ψιθύρισε ….να προσέχεις μικρή μου.

Πρίν λίγα χρόνια πέρασα ενα απόγευμα απο εκεί κατεβαίνοντας για παραλιακή. Το μπαράκι ειχε γίνει μαγαζί γνωστής αλυσίδας γρήγορου φαγητού. Και…αυτός δεν ήταν εκεί.Έλειπε..
Μια ασθένεια , διάβασα, κατέστρεψε πολλούς φοίνικες στην Αθήνα. Κάποιο ζιζάνιο. Τόσο άδικος θάνατος για ένα περήφανο δέντρο.Ενα τόσο ανθρώπινο δέντρο , για τα δικά μου τα μάτια φυσικά. Ούτε καν τη ρίζα δεν άφησαν.

Σκέφτηκα μήπως , λέω μήπως σαν ένας άλλος φοίνικας , απο άλλες πραγματικότητες , θα μπορούσε να ξαναγεννηθεί απο τις στάχτες του. Μα ούτε αυτή την πολυτέλεια δεν του άφησαν. Ειμαι τρελλή που δάκρυσα ;

Μια μέρα μετά…

26513639_1981044478576524_824574620_o

 

Δεν ήταν λευκοί οι διάδρομοι. Δεν θυμάμαι καν το χρώμα. Ένα ανατριχιαστικό στρίγκλισμα από τα ροδάκια του φορείου, μέσα στην ελαφριά μαστούρα από το βαρύ υπνωτικό της προγούμενης νύχτας. Κι ένα τραγούδι στον νου, πιο πολύ ο ρυθμός. «Πού το πάνε το παιδί… χελιδόνι στο κλουβί». Ράθυμο και αυτό…

Ένας Παριζιάνος γιατρός, σε μουσουλμανική χώρα, ελευθέρωσε το χελιδόνι καθώς του κρατούσε το χέρι και του χάιδευε το κούτελο, μέχρι να πέσει στον ύπνο τον βαθύ, που ίσως γυρισμό να μην είχε. Είδε τον «θάνατο» κατάματα και του μειδίασε προκλητικά. Και πέταξε.

Ένα όνειρο, μια ανάγκη ζωής γίνεται πραγματικότητα. 9 Μαρτίου. Μια μέρα μετά τη γιορτή της γυναίκας. Συμβολικά τα πάντα για ένα μυαλό που ψάχνει αφορμές να αράξει το ανήσυχο της ύπαρξής του. Ένα δικαστήριο, για να αποδείξει σε ένα κράτος ανάλγητο στη μειονότητα και την ελευθερία, ήταν ικανό να δώσει πιστοποίηση ότι ναι, αυτό το πλάσμα είναι άξιο να έχει γυναικεία ταυτότητα. Ένα δικαστήριο. Ένας δικαστής που μπορεί εκείνο το πρωί να είχε ξυπνήσει στραβά και να θεωρούσε πως δεν είμαι άξια να φέρω γυναικείο νόμιμο όνομα. 25 χρόνια πριν.

Κύλησε πολύ λασπόνερο στ’ αυλάκι από τότε. Έζησα μια ζωή «ιδανική» στην αντιξοότητα της. Καλά ήταν.

Το δικαίωμά μου στη δική μου ευτυχία το κατέκτησα με δικές μου μάχες και πολέμους κι ας έχανα πολλές φορές. Όπως οφείλει να κάνει κάθε άνθρωπος που ασφυκτιά σε μια φόρμα που του έδωσαν να φορέσει αλλά ειναι στενή, έχει τοξικές ουσίες και θέλει να τη βγάλει. Να ανασάνει. Στη δική μου περίπτωση οι ειδικοί το ονομάζουν …δυσφορία φύλου.

Σε αυτή τη «δυσφορία» βρήκα τη λύση, τη μοναδική, τη σωτήρια, την αλλαγή φύλου, τη διόρθωση φύλου, τον επαναπροσδιορισμό, ή όπως αλλιώς θέλουν να το λένε. Εγώ ξέρω πως βρήκα την ψυχή μου, την πήρα στα χέρια μου απαλά, τη χάιδεψα και της έδωσα την ευκαιρία να πετάξει, να φτερουγίσει. Κι έπρεπε μια δικάσιμος διαδικασία να το επιβεβαιώσει.

Τότε δεν με πόνεσε αυτό. Με τα χρόνια, σκεφτόμουν κατά καιρούς, αν αυτός ο δικαστής ήταν ένας ρατσιστής; Ένας κρυφός φασίστας; Ή ένας άνθρωπος που δεν του έκατσε καλά η ζωή κι εκείνο το πρωί αποφάσιζε, όχι και τόσο καθαρά, για τις ζωές των άλλων; Επί ένα χρόνο είχα γυναικείο όργανο, με αντρική ταυτότητα, έως ότου γίνει η δίκη με τα απαραίτητα έγγραφα από τον γιατρό… Δεν μπορεί κανείς, μα κανείς, να διανοηθεί πόσο ευνουχιστικό είναι αυτό και όχι η επέμβαση, που τόσοι πολλοί πιστεύουν, δικαίως ή αδίκως, δεν με αφορά. Όπως μου είπε πρόσφατα στο Παρίσι,μια διακεκριμένη ψυχολόγος πανεπιστημίου, «Μόνο ενα τρανς άτομο ξέρει αν ειναι τρανς.Κανείς άλλος.»

Ήταν μια αμυχή στο μυαλό μου. Έγινε πληγή όταν το συναντούσα επί σειρά ετών σε άλλα παιδιά, που προτίμησαν ένα τέτοιο δρόμο. Τώρα πια είναι επιτακτική μου ανάγκη να βοηθήσω με όποιο τρόπο μπορώ -και το ξέρω ότι μπορώ -οι επόμενες γενιές να μη βρεθούν μπροστά σ’ αυτόν τον κυκεώνα γραφειοκρατικής, μα περισσότερο ψυχολογικής, δυσχέρειας.

Εγώ, θα πω απλά πως είναι αυτό που υπάρχει μέσα μας. Που δεν ταιριάζει πολλές φορές με τον καβάλο αυτού που φέρει κάτι διαφορετικό από αυτό που νοιώθει. Χρειάζεται πολύς αγώνας για να καταφέρουμε να φτάσουμε στο επιθυμητό, που ειναι η αξίωση, η καταξίωση της μάχης.

Η νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου ειναι γεγονός.Αν όμως η διπλανή μας ύπαρξη ή η παραπέρα δεν αγαπήσει και αναγνωρίσει τα δικά του θέματα,μια νομοθεσία απλά θα τιμωρεί τους αντιρρησίες. Ειναι μια αρχή.

Σας παραθέτω μια δυο φράσεις, που όταν τις σκέφτομαι καταλαβαίνω πως κανένας αγώνας δεν είναι άσκοπος εντέλει.

ΥΓ.: Περιμένει εναγωνίως ένας πατέρας στο μαιευτήριο να γεννήσει η γυναίκα του. Βγαίνει η γιατρός περιχαρής να του πει τα ευχάριστα περί ομαλής γέννας. «Τι είναι;» ρωτάει αυτός. «Δεν το ρωτήσαμε ακόμη» ήταν η απάντηση της γιατρού. Κάπου στο εξωτερικό…

Το θηρίο «δαμάστηκε»

Ήταν απόγευμα σε κάποιο στενό,στο Κουκάκι.Το σκηνικό θύμιζε ταινία τρόμου.Νοσοκόμοι με μάσκες και λευκές στολές ήρθαν να παραλάβουν κάποιον ασθενή,που μόλις κατέληξε.
Ομοφιλόφιλος ήταν.Στην ουσία τρανς,αλλά ετσι μας ειχαν πείσει.
Ότι είμασταν μια απο τις πολλές μορφές ομοφιλοφιλίας,οι “ειδικοί”.
Αιτία θανάτου,AIDS.Μια άγνωστη αρρώστια,θανατηφόρα που την αρπάζεις ακόμη και με τον αέρα.
Καραντίνα.Φόβος.Απέχθεια.Μίσος για τους ανώμαλους που,τιμωρούνται για την ασυδωσία τους.
Γέμισε η μνήμη με ενοχές.Αποτυπώματα στα σώματα μας όσα δάχτυλα μας άγγιζαν τα προηγούμενα χρόνια,χαραγμένη κάθε λεπτή γραμμή ισορροπίας μεταξύ ζωής και θανάτου.Και βεβήλωσης..
Μπήκε κι ο έρωτας σε καραντίνα και οι θύμισες.Θολές.Απο φόβο;
Η δεκαετία του ΄80 εκτός απο τις ντίσκο,τα λακαρισμένα μαλλιά,τις βάτες και την «αλλαγή»,άφησε το στίγμα της,σε στιγματισμένους ανθρώπους με στιγματισμένη ασθένεια.
Με ντροπή και μυρωδιά θανάτου,αγωνίας και περιφρόνησης.
Χάσαμε φίλες,φίλους,γνωστούς,αγαπημένους,φορώντας σιωπηλά το πένθος μας μη τυχόν και «κολλήσουμε» το μικρόβιο της απέχθειας και μεταξύ μας.
Τα χρόνια πέρασαν,χιλιάδες οι νεκροί ανα το κόσμο.Η «μάστιγα των ομοφιλοφίλων»,άγγιξε και παρέσυρε «κανονικούς» ανθρώπους και ο τρόμος μεγάλωσε.Απλώθηκε.
Ασθενούσαν παιδιά!Γυναίκες.Παντρεμένοι άνθρωποι.Οικογενειάρχες.Λες και οι υπόλοιποι είχαμε βγεί απο κουκούλι.
Ήρθαν θεραπείες,ενημέρωση,η αρρώστια έγινε ιός,ο θάνατος παραμέρισε με τη χρήση αντιρετροικών φαρμάκων.
Η ζωή άρχισε να κερδίζει έδαφος.Μαζί με τη λογική,παρεάκι.
Αν κάνεις με συνέπεια τη θεραπεία,δεν νοσείς.
Ζείς,αναπνέεις,κάνεις έρωτα,αγαπάς,δημιουργείς ζωή,αν το επιθυμείς.
Παρέμειναν νοσηρές όμως οι μνήμες.
Για τη ζωή που δεν ήταν ποινικοποιημένος ο έρωτας.
Για τις αγκαλιές που χάσαμε,γιατί μας χώρισε η άγνοια.
Για την αγωνία…ποιά-ος θα ειναι ο επόμενος,που θα μένει σιωπηλός,οστεομένος,απομωνομένος σε κάποιο «αποστειρωμένο» δωμάτιο,οχι μόνο απο μικρόβια νοσοκομειακά,αλλά κυρίως απο το μικρόβιο της απανθρωπιάς.
Έμεινε το στίγμα.Και ένα στίγμα,πάντα κουβαλάει κάτι σκούρο μέσα του.
Η κορδέλα του πένθους,έγινε κόκκινη για να θυμίζει πόσο κοντά στην
κόψη του δρεπανιού μπορείς να φτάσεις,αν δεν προσέχεις.
Αν δεν χρησιμοποιείς προφυλακτικό για να χαρείς μια απο τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής.
Κόκκινη η κορδέλα,τιμή και θρήνος για οτι αγαπήσαμε και το χάσαμε στη πλάνη των πιο αρχέγονων συναισθημάτων.
Της αγάπης και του μίσους.
Τιμώ τους φίλους μου που έχασα.Τους τόσους «άλλους» που άνοιξαν δρόμο για να μπορούμε σήμερα να μιλάμε για τον ιο hiv και τη θεραπεία της “επόμενης μέρας” σε περίπτωση που ανησυχίσεις αν σπάσει κάποιο προφυλακτικό έτσι ώστε να προλάβεις να “ηρεμήσεις” την όποια ανησυχία σου,οτι κάτι άρπαξες.
Τον παιδικό μου φίλο… στα 25 του,που μου χαμογελάει πικρά απο κάπου αλλού.
Τις μάνες,τα παιδιά,κάθε ψυχή που πόνεσε απο το χαμό ενός ολέθριου θηρίου,που όπως κάθε τι άγνωστο τρομάζει,παραπληροφορεί και καταστρέφει.

ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ…

Άμορφη η κάμπια στο κουκούλι της. “Δυσφορούν” εκεί μέσα και μεταμορφώνονται σε πανέμορφα πλάσματα με πολύχρωμα φτερα; Σημασία έχει οτι η φύση διάλεξε γι αυτά τα έντομα ενα παράδοξο τρόπο επιβίωσης.Στην αρχαία Ελλάδα οι πεταλούδες ονομάζονταν, ψυχές. Λένε επίσης πως ζουν πολύ μικρό διάστημα. Καμμία δεν ζει πάνω απο ενα χρόνο. Δεν ειναι επιλογή τους.Ειναι η φύση που διάλεξε γι αυτές.

Σε ένα ρομαντικό κόσμο τα τράνς άτομα , ετσι θα έπρεπε να υπήρχαν στο μυαλό των ανθρώπων. Μεταμόρφωση , σημαίνει και νέα ζωή.Καλύτερη. Το σώμα συγκλίνει και τέμνει σε απόλυτη αρμονία με την ψυχή.

Αλλά αυτός ο κόσμος δεν ειναι ρομαντικός. Δεν υπάρχει.‘Οτι και αν σημαίνει για κάποιον ενα τράνς άτομο , σίγουρα δεν μπορεί να διαννοηθεί τη λαίλαπα ,τον ρατσισμό και ιδιαίτερα τη βία που βιώνει.
Σε κάποιο παλιό μου κείμενο , για το ίδιο θέμα ειχα αναφερθεί στη Σόνια. Στο θάνατο της Σόνιας.Τον φρικτό και άδικο θάνατο της Σόνιας.
Ενα γυμνό κορμί πεταμένο στα βράχια της Βουλιαγμένης , ειναι μια εικόνα που δεν θα φύγει ποτέ απο το μυαλό μου.

Απο το 2008 άρχισε μια καταμέτρηση επίσημα παγκοσμίως απο την Transgender Europe ,δολοφονημένων τράνς ατόμων , μόνο για την ταυτότητα του φύλου τους.
Δηλαδή μόνο επειδή δεν χωρούσαν στο κουκούλι και ήθελαν πολύχρωμα φτερά.
Ενας κακόμορφος , κακάσχημος αριθμός. 1374 άτομα. Μόνο την τελευταία χρονιά έφτασαν τις 238.(2016)

Κάποιοι θα σκεφτούν…αριθμοί. Γεμίσαμε με αριθμούς. Ολοι όμως ξέρουμε πως πίσω απο τους αριθμούς υπάρχουν ψυχές,σώματα, επιθυμίες, όνειρα,αναζητήσεις,εκπληρώσεις .
Το κείμενο αυτό το γράφω με αφορμή την παγκόσμια ημέρα μνήμης Διεμφυλικών ατόμων που λαμβάνει χώρα στις περισσότερες πόλεις του κόσμου στις 20 Νοεμβρίου.

Ομολογουμένως στη χώρα μας δεν έχουμε κρούσματα δολοφονιών τράνς ανθρώπων. Μετρημένες στα δάχτυλα οι περιπτώσεις. Οφείλουμε όμως να δηλώσουμε τη συμπαράσταση μας, την αλληλεγγύη μας , ως σωματείο Σ.Υ.Δ. (Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών) και ως τράνς κοινότητα.

Ειναι μια “ευκαιρία” να δείξουμε τα προβλήματα που μας ταλανίζουν, τον καθημερινό ρατσισμό, τη βία με την όποια μορφή.
Ειναι μια “ευκαιρία” να δώσουμε στους πολίτες να αισθανθούν τα θέματα μας , στους ειδικούς να εξηγήσουν και στους πολιτικούς να κατανοήσουν οτι δεν είμαστε πολίτες έκτης κατηγορίας .Μια και αυτοί μας έσπρωξαν με την πολιτική και κοινωνικη τους αγωγή , να παρατήσουμε τα όνειρα μας , τις φιλοδοξίες μας και τις προσδοκίες μας ως παιδιά και να ακολουθήσουμε ενα δρόμο σε μια λεωφόρο , που εύκολα διαφυγή δεν έχει.

Τις τράνς-πεταλούδες καμμία φύση δεν τους καθόρισε το νήμα της ζωής τους. Οι παραφύσει ανεγκέφαλοι και δολοφόνοι παίρνουν το νόμο στα χέρια τους με ενα τσεκούρι , ενα στιλέτο , γροθιές ματωμένες , βαμμένες , με όπλα για να εξαλειφθεί απο τον πλανήτη κάτι που απλά δεν τους κάθεται καλά στο άρρωστο μυαλό τους.

Διεκδικούμε τα ίδια διακαιώματα με σενα , αναγνώστη. Δικαίωμα στην παιδεία, στην εργασία, στην ενοικίαση ενός σπιτιού χωρίς να υποχρεώνεται η τράνς να βρεί άνθρωπο εμπιστοσύνης για τα συμβόλαια με τον όποιο φόβο , κάποια στιγμή να αλλάξει η μεταξύ τους κατάσταση και να βρεθεί στο δρόμο….για άλλη μια φορά.

Ζητούμε να υπάρχουμε ,να αναπνέουμε.
Το δικό μου κερί φέτος στη σιωπηρή πορεία προς τη Βουλή των Ελλήνων το άναψα οχι για τη Σόνια. Το έκανα πέρυσι. Το κρατούσα με πολύ αγωνία να μη σβήσει , αναμμένο για τον ομοφυλόφιλο που έκαψαν κάπου στην Αφρική ολοζώντανο. Είδα το βίντεο και πάγωσα ολόκληρη.Σκέφτηκα πως δεν θέλω να ζω σε αυτόν τον κόσμο. Να κλειστώ στο καβούκι μου, να μη βλέπω, να μην ακούω. Πόσο απέχουμε άραγε απο εκεί; Από εκέινη τη σκηνή…

Δειλία ή τόλμη;

Στιγμιότυπο 2016-07-12, 1.58.14 μμ

Ερώτημα για τους αυτόχειρες.Ο καθένας απαντά απο το μετερίζι του.Τη πλευρά του.Όταν εισαι στην άκρη του γκρεμού δύσκολα υπάρχει δύναμη να τραβήξει τα βήματα πίσω, σε σταθερό έδαφος.Πόσο σταθερό;
Δεν τη γνώρισα την Έμιλυ.Ίσως πέρασα απο δίπλα της στους κοινούς μας αγώνες.Ίσως κάτσαμε στο ίδιο παγκάκι να ξαποστάσουμε.
Μα την εχω δίπλα μου 23 ολόκληρα χρόνια.Όσα η ζωή της. Πόσο δάκρυ για τα νιάτα που χάνονται έτσι ! Ετσι; Το κράξιμο στο σχολείο , το στρίμωγμα σε κάποια γωνιά , για να δουν τα άλλα παιδιά -αχ πόσο σκληρά ειναι τα παιδιά- τι έχει απο κάτω του, ανάμεσα στα σκέλια. Λες κι ειναι υπογραφη αντριοσύνης.
Ήμουν δίπλα της στο λεωφορείο ,όταν έκαναν με μια «σεμνή» μορφή αηδίας , λίγο παραπέρα οι συνεπιβάτες.Του εισιτηρίου, οχι της ζωής. Μονη ήταν. Κι αυτή η μοναξιά , η συγκεκριμένη , ειναι άσπλαχνη.Χυδαία, ξεδιάντροπη.Σε θέλει τόσο δικιά της.Ειναι κτητική. Και σκληρή. Σου δείχνει συχνά πυκνα ενα δρόμο , που δεν τον ειχες σκεφτεί. Χάπια; Ξυραφάκια; Γκρεμός; Δεν εχει σημασια.Αν το πάρεις απόφαση… Γελάω πικρα. ΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΙΣ ΑΠΟΦΑΣΗ… Τι να πάρεις απόφαση; Άλλοι αποφάσισαν για σένα. Δεν θέλει πολύ. Μια στιγμή αδυναμίας. Μια στιγμή που σταματάς να τρέχεις.Μια στιγμή που πόδια, χέρια , οδηγούνται μόνα τους Σαν τα νέα αυτόματα αυτοκίνητα.Τόσο εύκολα. Εχει γίνει η δουλειά. Τόσα χρόνια.Παντού. Σε έκάθε έκφανση χαράς που το γέλιο διέφερε απο των άλλων παιδιών. Που το λίκνισμα των γοφών δεν ήταν επι τούτου.
Που η δασκάλα , η καθηγήτρια, ο διπλανός ο γκόμενος, η φίλη , ο φίλος , έβαλαν ενα λιθαράκι σιγά σιγά, αναίμακτα νομίζοντας κι ήρθε αυτή η ΑΔΥΝΑΜΗ στιγμή να πεις τέλος. Δεν αντέχω άλλο. Με γεμίσατε … θέλω να αδειάσω.
Καλό ταξίδι ομορφιά μου. Θα σε δω στις εξι το απόγευμα. Θα σου κρατήσω νοερά το χέρι και θα σε ξεπροβοδήσω. Κάτι ξέρω..Κάπου σε νοιώθω. Ίσως λίγο..Το λενε τα σημάδια στα χέρια μου.Θα τα δείς…

53 χρόνια.

Κοιτώντας κάτι ξεραμένα φυτά στο απέναντι μπαλκόνι, δεν γίνεται να μη θυμάμαι το χώρο που γεννήθηκα.
Σε σπίτι, με μαία. Με τσιμετόλιθους , σε να χωριό δίπλα στην Κατερίνη.
Σε σπίτι με αυλή γεμάτο τενεκεδένιες γλάστρες , οι πιο πολλές με μυρωδάτους ατίθασους βασιλικούς.
Αγόρι αναφώνησε ,περιχαρής,σε μια ανρδοκρατούμενη κοινωνία με το αντρικό πρότυπο να ισοπεδώνει σχεδόν κάθε γυναικεία υπόσταση.
Η μάνα ήθελε κορίτσι. Ηδη ειχαν βγεί απ τη μήτρα της δυο αγόρια. Σαν να έπιασε κατά το ήμισυ η επιθυμία της.
Κάποια μοίρα τη συμπόνεσε και το επόμενο παιδί , γεννήθηκε κορίτσι.
Αλλά τα δικά μου χρωμοσώματα , ήδη χόρευαν άλλο χορό.

Όμορφα παιδικά χρόνια ,με ενα θαμπό σκοτάδι να καλύπτει την παιδική ψυχή μου. Δεν το ήξερα.Η μαμά μου το τόνισε όταν συνέχισε να το βλέπει να μεγαλώνει με τα χρόνια.
Εφηβεία ανάκατη σε ενα μλέντερ με νιάτα,όνειρα,οι ορμόνες στο κόκκινο,η θυληπρέπεια επίσης,το κράξιμο δυσβάσταχτο, το μπούλινγκ αιτία να παρατήσω το σχολείο στην πρώτη Λυκείου, όντας πολύ καλός μαθητής.
Βρήκα άλλο σχολείο.Φανταχτερό,με ψηλά τακούνια,και κατάξανθο μαλλί.Λεωφόρος Συγγρού. Ασπρόμαυρα χρόνια. Μα κράτησα τα καλά.Όσο μπόρεσα. Θεοποίηση απο κάθε αρσενικό και αυτόματα το επόμενο αυτοκίνητο μου έκανε δώρο μια πέτρα στο δόξα πατρί. Και πουλούσα. Οχι, οχι, νοίκιαζα. Ενα κορμάκι γεμάτο λουλούδια , που η μαγκιά μου ειναι οτι δεν άφησα να μαραθούν. Τώρα πιά το λέω περήφανα.

Επαναπροσδιορισμός φύλου.Επέμβαση.Καζαμπλάνκα.Πήγα στον άλλο κόσμο και γύρισα αφου έδειξα το μεσαίο δάχτυλο στον Άδη.Καβάλησα καλάμια.Εφαγα χαστούκια. Επανήλθα. Μαζί μου και το σκοτάδι μου. Παρεάκι μου. Μέχρι που στο τέλος το αγάπησα και το αγκαλιάζω κάθε φορά που με θυμάται, επειδή μάλλον βαριέται.
Οίκοι αν-τ-οχής. Πολλά χρόνια.Εκει ανακάλυψα την σεξουαλικότητα μου στο έπακρο. Εκεί έμαθα πως ο έρωτας , ακόμη και με χρήμα ειναι το υπέρτατο αγαθό με τά την αγάπη.Τον τίμησα τον έρωτα και με αντάνοιψε πλουσιοπάροχα. Και στην παλάμη και στην ψυχή, πρωτίστως.

Μια μάνα βράχος πάντα δίπλα μου,εν αγνοία της. Φτάνει που ήξερα οτι η αγκαλιά της περισσεύει για μένα.Οχι απλά με χωράει. Ξαναγίνομαι έμβρυο κάθε φορά εκεί μέσα. Αυτό μου έσωσε τη ζωή.
Τόση ευαισθησία , σε τόσο σκληρό κόσμο, πως να τα έφερνα βόλτα;
Όταν δεν ήθελα να την πληγώσω, έβρισκά άλλες “σειρήνες” που τα σημάδια τους ακόμη τα κουβαλώ.
53 γεμάτα χρόνια.Τόσο γεμάτα,που δύσκολα βρίσκω τρόπους να ταξιδέψω.Αλλά το κυριότερο,ψάχνω να βρώ.
Αγάπη.Τόση αγάπη,που κάποιες φορές την κλωτσούσα γιατι με πλάκωνε.
Με λένε Αννα και ειμαι ευτυχής, που ειχα την ευλογία να ζήσω και να ζώ μια ζωή γεμάτη χρώματα.
Να αναπνέω ελευθερία.

Γράμμα σ ενα θεό…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν θα σου μιλήσω στη γλώσσα σου δεν την κατέχω, δεν την καταλαβαίνω. Ούτε με ευγένεια. Θα το κάνω με δικά μου λόγια, στη δική μου γλώσσα, που εσύ την ξέρεις. Όλα δεν τα ξέρεις; Με σοφία δεν “εποίησες τα πάντα”; Έτσι τουλάχιστον λένε οι ευαγγελιστές σου, τα φερέφωνα σου.

Εμένα με έφτιαξες με σοφία ή σου ξέφυγα στη στροφή; Αν εγώ είμαι η ντροπή σου, εσύ θα έπρεπε να ντρέπεσαι πρώτος. Δικό σου δημιούργημα είμαι. Μα ποιός θα τα βάλει μαζί σου; Είσαι άπιαστος, δειλός. Εξαφανίζεσαι κάθε φορά που σου βάζω τις φωνές. Χάνονται οι κραυγές μου, γυρίζουν μέσα μου. Υπάρχεις; Δεν λέω κάποιες φορές στη ζωή μου, νομίζω, πως μου έστειλες κάποιους άγγελους με κάτασπρα φτερά. Πετούσα μαζί τους. Μα με άφηναν και πάλι μόνη απότομα από ψηλά, να πέσω να χτυπήσω. Εσύ τους διέταξες. Με τιμωρούσες. Το παιδί σου, τη ντροπή σου. Εσύ θα έπρεπε να ντρέπεσαι.

Όταν τυλίγεις τα χέρια σου γύρω μου δεν ξέρω αν θέλεις να μ αγκαλιάσεις ή να με συντρίψεις. Ποιού το σπέρμα ήταν λειψό και βγήκα διαφορετική; Της μάνας μου ή του πατέρα μου; Δικά σου παιδιά και αυτοί. Ποιά δύναμη οδηγούσε το χέρι μου να βάφω τα χείλη μου με ένα κατακόκκινο κραγιόν, έξι χρονών μωρό; Η δική σου. Ποιός διάλεγε αν θα παίζω κοριτσίστικα παιγνίδια όταν ακόμη δεν γνώριζα τη διαφορά από τα παιγνίδια των αγοριών; Εσύ το διάλεγες πάλι.

Πόσο θυμό είχες μαζί μου όταν έστειλες εφτά άντρες να βιάσουν μια παιδική ψυχή σε ένα λευκό βαν με γκρι πάτωμα; Πρέπει να ήσουν πολύ θυμωμένος. Αυτό δεν σου το συγχώρεσα ποτέ. Και ούτε πρόκειται.

Ένα “δούλο” σου, που όμορφος δεν λέω, εσύ δεν τον έστειλες ένα βράδυ σ ένα ασανσέρ, γεμάτος μυρωδιές από λιβάνια, με γυαλισμένο το κατάξανθο μούσι του και τις πτυχές του ράσου του να θροΐζουν ενοχικά στο μισοσκόταδο, σιγόντο στους αναστεναγμούς του, όταν άγγιζε εκεί που δεν πρέπει το αδύναμο κορμάκι μου; Εμένα δοκίμαζες ή αυτόν; Αρέσκεσαι στα παιχνίδια. Και του Δία του άρεσαν, λέει η μυθολογία. Εσύ με έκανες άριστο μαθητή, εσύ μου στέρησες τη γνώση. Μου χάρισες αύρα γλυκιά και μαζεύονταν κηφήνες και εργάτες γύρω μου. Βασίλισσα σ ένα πήλινο κάστρο. Το διέλυες αστραπιαία όταν το μέλι γινόταν πιο γλυκό απ το δικό σου. Δεν είναι δίκαιο να μου δίνεις μισή χαρά. Δεν το καταλαβαίνεις; Την κατάρα που κουβαλώ, εσύ μου την κάρφωσες στην πλάτη. Θίχτηκες που δεν την έκανα σταυρό να σέρνομαι γονατιστή. Φτερά την έκανα και πετούσα. Πότε κοντά σου όταν σε έχω ανάγκη, πότε μακριά σου όταν μου δείχνεις πως με σιχαίνεσαι με κάθε τρόπο. Ντρέπεσαι γι αυτό που γέννησες. Κι έβαλες σε στόματα και ψυχές ανθρώπων, φαρμάκι να με ποτίζουν για να δείξεις πως εσύ είσαι ο κυρίαρχος. Ο δυνατός. Η ίδια η φύση. Στην παγίδα σου έπεσες. Εσύ είσαι η φύση. Αν αποποιείσαι τη δική μου, το ίδιο κάνεις και στη δική σου. Είμαι το πιο φυσιολογικό σου δημιούργημα. Γιατί σε πίστεψα, σε απαρνήθηκα και σε δέχτηκα στο τέλος γι αυτό ακριβώς που είσαι.

Εσύ με έβαλες σε λάθος σώμα, γιατροί ημίθεοι πήραν τη θέση σου. Θύμωσες; Χαλάλι μου. Όταν οι αναμνήσεις είναι πληγές, η συγχώρεση είναι το πιο αφύσικο ανθρώπινο συναίσθημα.

Που το πάνε το παιδι;

Δεν ήταν λευκοί οι διάδρομοι. Δεν θυμάμαι καν το χρώμα. Ένα ανατριχιαστικό στρίγκλισμα από τα ροδάκια του φορείου, μέσα στην ελαφριά μαστούρα από το βαρύ υπνωτικό της προγούμενης νύχτας. Κι ένα τραγούδι στον νου, πιο πολύ ο ρυθμός. «Πού το πάνε το παιδί… χελιδόνι στο κλουβί». Ράθυμο και αυτό…

Ένας Παριζιάνος γιατρός, σε μουσουλμανική χώρα, ελευθέρωσε το χελιδόνι καθώς του κρατούσε το χέρι και του χάιδευε το κούτελο, μέχρι να πέσει στον ύπνο τον βαθύ, που ίσως γυρισμό να μην είχε. Είδε τον «θάνατο» κατάματα και του μειδίασε προκλητικά. Και πέταξε.

Ένα όνειρο, μια ανάγκη ζωής γίνεται πραγματικότητα. 9 Μαρτίου. Μια μέρα μετά τη γιορτή της γυναίκας. Συμβολικά τα πάντα για ένα μυαλό που ψάχνει αφορμές να αράξει το ανήσυχο της ύπαρξής του. Ένα δικαστήριο, για να αποδείξει σε ένα κράτος ανάλγητο στη μειονότητα και την ελευθερία, ήταν ικανό να δώσει πιστοποίηση ότι ναι, αυτό το πλάσμα είναι άξιο να έχει γυναικεία ταυτότητα. Ένα δικαστήριο. Ένας δικαστής που μπορεί εκείνο το πρωί να είχε ξυπνήσει στραβά και να θεωρούσε πως δεν είμαι άξια να φέρω γυναικείο νόμιμο όνομα. 25 χρόνια πριν.

Κύλησε πολύ λασπόνερο στ’ αυλάκι από τότε. Έζησα μια ζωή «ιδανική» στην αντιξοότητά της. Καλά ήταν. Το δικαίωμά μου στη δική μου ευτυχία το κατέκτησα με δικές μου μάχες και πολέμους κι ας έχανα πολλές φορές. Όπως οφείλει να κάνει κάθε άνθρωπος που ασφυκτιά σε μια φόρμα που του έδωσαν να φορέσει αλλά ειναι στενή, έχει τοξικές ουσίες και θέλει να τη βγάλει. Να ανασάνει. Στη δική μου περίπτωση οι ειδικοί το ονομάζουν …δυσφορία φύλου.

Σε αυτή τη «δυσφορία» βρήκα τη λύση, τη μοναδική, τη σωτήρια, την αλλαγή φύλου, τη διόρθωση φύλου, τον επαναπροσδιορισμό, ή όπως αλλιώς θέλουν να το λένε. Εγώ ξέρω πως βρήκα την ψυχή μου, την πήρα στα χέρια μου απαλά, τη χάιδεψα και της έδωσα την ευκαιρία να πετάξει, να φτερουγίσει. Κι έπρεπε μια δικάσιμος διαδικασία να το επιβεβαιώσει.

Τότε δεν με πόνεσε αυτό. Με τα χρόνια, σκεφτόμουν κατά καιρούς, αν αυτός ο δικαστής ήταν ένας ρατσιστής; Ένας κρυφός φασίστας; Ή ένας άνθρωπος που δεν του έκατσε καλά η ζωή κι εκείνο το πρωί αποφάσιζε, όχι και τόσο καθαρά, για τις ζωές των άλλων; Επί ένα χρόνο είχα γυναικείο όργανο, με αντρική ταυτότητα, έως ότου γίνει η δίκη με τα απαραίτητα έγγραφα από τον γιατρό… Δεν μπορεί κανείς, μα κανείς, να διανοηθεί πόσο ευνουχιστικό είναι αυτό και όχι η επέμβαση, που τόσοι πολλοί πιστεύουν, δικαίως ή αδίκως, δεν με αφορά.

Ήταν μια αμυχή στο μυαλό μου. Έγινε πληγή όταν το συναντούσα επί σειρά ετών σε άλλα παιδιά, που προτίμησαν ένα τέτοιο δρόμο. Τώρα πια είναι επιτακτική μου ανάγκη να βοηθήσω με όποιο τρόπο μπορώ -και το ξέρω ότι μπορώ -οι επόμενες γενιές να μη βρεθούν μπροστά σ’ αυτόν τον κυκεώνα γραφειοκρατικής, μα περισσότερο ψυχολογικής, δυσχέρειας. Αρχίζει και βγαίνει στην επιφάνεια η ταυτότητα φύλου. Ήδη, μπήκε δειλά σε δύο νομοσχέδια. Στα εγκλήματα μίσους και στον νόμο για την αναδιάρθρωση της αστυνομίας.
Εγώ, η Άννα Κουρουπού, θα πω απλά πως είναι αυτό που υπάρχει μέσα μας. Που δεν ταιριάζει πολλές φορές με τον καβάλο αυτού που φέρει κάτι διαφορετικό από αυτό που νοιώθει. Χρειάζεται πολύς αγώνας για να καταφέρουμε να φτάσουμε στο επιθυμητό, που ειναι η αξίωση, η καταξίωση της μάχης, μια νομοθεσία καταρχήν, μα πάνω απ’ όλα κοινωνική αλληλεγγύη και ανθρωπιά. Σας παραθέτω μια δυο φράσεις, που όταν τις σκέφτομαι καταλαβαίνω πως κανένας αγώνας δεν είναι άσκοπος εντέλει.

ΥΓ.: Περιμένει εναγωνίως ένας πατέρας στο μαιευτήριο να γεννήσει η γυναίκα του. Βγαίνει η γιατρός περιχαρής να του πει τα ευχάριστα περί ομαλής γέννας. «Τι είναι;» ρωτάει αυτός. «Δεν το ρωτήσαμε ακόμη» ήταν η απάντηση της γιατρού. Κάπου στο εξωτερικό…

Αν ειχα ενα παιδι

%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%b3%ce%bc%ce%b9%ce%bf%cf%84%cf%85%cf%80%ce%bf-2017-01-25-1-46-43-%ce%bc%ce%bc

Θα ήταν αγόρι.Το λέω ενστικτωδώς για την ανδροκρατούμενη κοινωνία που ζούμε. Αν και πάλι με ένστικτο για κάθε λόγο , ως γυναίκα , αγόρι θα ήθελα.Ίσως βιωματικά.Η αίσθηση της ασφάλειας που σου προσφέρει το αρσενικό.Ενα αόρατο δίχτυ προστασίας , ενίοτε αραχνούφαντο ,άρα απατηλό.

Αν ειχα ενα παιδί,θα όφειλα να βάλω δυο βήματα πιο πίσω την ύπαρξη μου ,να του δώσω χώρο να περπατήσει,να τρέξει,να σκοντάψει ,να ματώσει αλλά να ειμαι κοντά να προλάβω να απαλύνω την πληγή. Να βιώσω την αυταπάρνηση ,πράγμα που δεν μου έχει συμβεί ως τώρα.
Θα του διάβαζα απο μωρό κι ας ήξερα πως δεν καταλαβαίνει. Κι όταν μεγάλωνε λίγο θα το έβαζα να μου διαβάζει αυτό , τα ίδια βιβλία. Να γινει η ένωση,σύνδεσμος του όλου ,με δυο διαφορετικές φωνές.

Θα το ήθελα όμορφο γιατί αυτός ο κόσμος ο «αγγελικά πλασμένος», δίνει βήματα στην ομορφιά. Πολλές φορές βέβαια και κλωτσιές αν δεν συμπορεύεσαι με το σύστημα του. Αν όμως ήταν άσχημο , σε μια κοινή ματιά, θα το έκανα πανέμορφο στον μέσα του τον κόσμο.Να βγάζει φωτιά η αύρα του μαζί με πνεύμα,για να κερδίζει στα σημεία, τους ακόλουθους της επιφάνειας.
Θα του μάθαινα με χίλιους δυο τρόπους,πως ειναι μοναδικός.Πως μόνο ο εαυτός του θα ειχε τη δύναμη να τον πληγώσει.Και ο ίδιος να γιατρευτεί. Οχι, οχι, δεν θα τον έκανα αναίσθητο,μα δυνατό.Ολη τη γνώση του εξοστρακισμού μου,θα την μετέδιδα να γίνει δύναμη και οχι μίσος.Μόνο έτσι είσαι δυνατός.

Θα τον πήγαινα ταξίδια με τρόπο σταθμό το Νταχάου.Να δεί.Ίσως και να μυρίσει πως ειναι το μίσος ανθρώπου προς άνθρωπο , για την εξουσία κυρίως του νου.
Θα του έδειχνα άλλους πολιτισμούς και θα τον παρακινούσα να φύγει απο το καζάνι της μισαλλοδοξίας, των ευκαιριών χωρίς κόπο, των βρώμικων δρόμων,των βρώμικων σκέψεων και πράξεων. Θα του μάθαινα πως να σηκώνεται όταν πέφτει ,χωρίς να χάνει την αξία του γδαρσίματος.Θα του φόρτωνα τόση αγάπη, που να λυγίζουν τα γόνατα..

Θα τον πήγαινα σε κλινικές αποτοξίνωσης να δεί την απόρροια των ναρκωτικών ουσιών. Την αποχαύνωση της αξιοπρέπειας ,της εύκολης λύσης,την αδυναμία της εαισθησίας.Να δεί το «κακό» στα μάτια μπας και το αποφύγει, αναγνωρίζοντας το βλέμα του.

Αν ειχα ενα παιδί ,θα το έπαιρνα μια βόλτα στις πιάτσες των τράνς και θα του έδινα να καταλάβει σε ποιά κοινωνία θα μεγαλώσει.Γιατί η Συγγρού και η κάθε πιάτσα ειναι ο καθρέφτης μιας κοινωνίας.Θα του εξηγούσα για ποιό λόγο περιφέρεται ημίγυμνο ενα πλάσμα μέσα στην νύχτα για να επιβιώσει.Ποιός ακριβώς φταίει, αν δεν ειναι επιλογή του.

Θα του έπαιρνα ενα αδέσποτο σκυλί να το προσέχει , να το βγάζουμε βόλτα, να κοιμάται μαζί του, να καταλάβει την αξία της άδολης προσφοράς.Θα τον έσπρωχνα να μάθει την αρχαία κληρονομια της πατρίδας του με πάθος,για να νοιώσει περήφανος αλλά κυρίως τη νεότερη ιστορία της για να δει τη μετάλλαξη μέσα στους αιώνες,να δεί την προδοσία στα ιδεώδη και να μπορεί να σκεφτεί πιο καθαρά αν θέλει να τα βιώνει στην κάθε στιγμή της μέρας του.Αν θέλει να διαιωνίσει τη σαπίλα ή θα προσπαθήσει ν αλλάξει τον κόσμο, ως οφείλει κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος με παιδεία.

Μέσα στα κουτιά που μου έδωσαν οι μοίρες όταν γεννήθηκα , ευτυχώς αυτή την ευλογία δεν μου την έδωσαν. Για κάποιο λόγο η φύση διάλεξε για μένα να μη περπατήσω αυτό το μονοπάτι.Ευτυχώς θα πω τωρα πια, βλέποντας,γνωρίζοντας,προβλέποντας τη μοίρα των νέων ανθρώπων.Ευτυχώς που δεν μπορώ.Θαυμάζω το κουράγιο των γονιών , μόνο αυτών που φέρουν παιδιά συνειδητά και οχι για εγωιστικούς,προσωπικούς,οικογενειακούς, «φαλικούς» λόγους.

ΠΑΙΔΙ,ΠΟΡΝΗ, ΜΑΝΑ.

Στιγμιότυπο 2016-08-04, 5.59.45 μμ

Αφορμή, μια, ας πούμε, καλών προθέσεων εκπομπή στην τηλεόραση.Κι ενα άκρως κακοποιητικό , ταχα μου ραπ τραγούδι . Αιτία ο διαχωρισός της πορνείας απο το trafiking.Λές και σε μια εκπομπή μπορεί να διαφυλαχτεί μια ζωή κάτω των 20,ανάμεσα σε θέματα για τη νύχτα ,με φουρνάρηδες,σκουπηδιάρηδες, και διεμφυλικά άτομα.Σ εναν αχταρμά όλα.Πάλι θύμωσα.Πάλι μιλούσα με την τηλεόραση.Αριθμοί, κι άλλοι αριθμοί.Νταβατζήδες,κορίτσια-παιδιά,μαστροποί,προστάτες ταχα μου δήθεν και μια πολιτεία εν πλήρει αχρηστία.

Ενα χωμάτινο δρομάκι απότομο, με απότομη στροφή.Να χάνεται το αυτοκίνητο ανάμεσα απ τα δέντρα γρήγορα μη και δεί κανένας συμπολίτης κατά που πάει.Αυτό το δρομάκι,αυτή η στροφή οδηγούσε και αλλού.Αλλά η ενοχή,βάζει φτερά στα γκάζια.Χαμηλώνει το σβέρκο. Δυο τρία σπίτια.Με τις αυλές τους.Αλλες περιποιημένες , άλλες οχι.Έντονα τα χρώματα των εξωτερικών τοίχων και διάφορα γυναικεία ονόματα ξεπετάγονταν μέσα απο πεσμένους σοβάδες. Στο ένα αναβόσβηνε κάθε τόσο μια νέον ταμπέλα, μικρή.Σαν ντροπή.«Καινούρια κοπέλα».
Ήτοι, φρέσκο πράγμα κόσμε.Πολύ Βουλγαρία.Μια κόπια όλες.Αλλά η φωτεινή επιγραφή, έκανε δουλειά. Ούτε απο την Αλβανία , πόσω μάλλον δε απο Ρωσία ή Ουκρανία , δεν καταδέχονται να δουλέψουν πιά στην ψωροκώσταινα. Πάνε γι άλλες πολιτείες…πιο μακρινές,πιο φωτεινές!

Μια απο αυτές –δεν μπορώ να βρώ λέξη.Πονάω που το σκέφτομαι.Μικρό κορίτσι.Οχι όμορφο,αλλά τα νειάτα κάνουν τη διαφορά.Και το χαμένο βλέμμα που στέκεται σε μια εικόνα πολύ ωρα. Προβληματικό παιδί.Το μυαλό του «πειραγμένο».Του είπαν τι να κάνει και το έκανε,χωρίς μορφασμούς.Εντύπωση; Οι πολλοί γέροι.Πάρα πολλοί.Και μισή ωρα στο δωμάτιο.Πολλά απομεσήμερα παρακολουθούσα μέσα απ τους βασιλικούς που διακοσμούσαν το παράθυρό μου,αλλά ειχαν και ρόλο καμουφλάζ.

Κομμένο το ρεύμα.Γι αυτο και άνοιγαν μετά τις 3.00,που έκλεινε η ΔΕΗ.Κομμένο το νερό.Μια «υπηρεσία» κουβαλούσε διαρκώς εμφιαλωμένα μπουκάλια.Την ειδα δυο φορές ανάμεσα απ τα μυρωδάτα φύλλα τη μικρή.Ασταθές βήμα.Μπορεί να ήταν και τσιγγάνα.Δεν παιρνω όρκο,αλλά οχι οτι έχει και σημασία.Τέσσερις φορές έμεινε έγκυος απο πελάτες.Προφυλακτικό έμπαινε μόνο μετά απο απαίτηση κάποιου πελάτη που σεβόταν τον εαυτό του και την οικογένεια του.
Την έχω τόσο ζωντανά μπροστά μου την εικόνα. Απλανές το μάτι.Έρμαιο το κορμί σε τραντάγματα και άτσαλα χέρια. Δεν μπορούσε να μιλήσει.Άναρθρες κραυγούλες σε άγνωστη γλώσα μη τυχόν και ακούσει η τσατσά απ έξω και διαμαρτυρηθεί στον νταβατζή.

Αυτό ειναι trafiking.Δεν ειναι πορνεία. Ειναι απανθρωπιά.Κλωτσιά στην ανθρώπινη ύπαρξη υποβασταζόμενη απο «παληκάρια» με κουμπούρια , αδερφές άλλων εποχών, παρωχημένες με γλοιώδη πρόσωπα και τσατσάδες με καταστραμένες ζωές.Λίγο φαντασία στο τι μπορεί να συμβαίνει σε μεγαλύτερες «επιχειρήσεις» και κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια παίρνει άλλη μορφή.Σιχαίνεσαι που ανήκεις στο ανθρώπινο είδος..Και συνήθως εν γνώσει των αρχών , ειδικά σε επαρχιακές πόλεις.Θέλησα να μιλήσω.Φώναξα, γιατί δεν κάνετε κάτι;
«Φοβόμαστε». Ολη η πόλη στα πόδια τους.Χρήμα .Πολύ χρήμα. Σ ενα χώρο αρκετά βρώμικο, σ ενα καλαθάκι λίγα προφυλακτικά χρησιμοποιημένα και τα υπόλοιπα άθικτα. Ενα κορμί απλωμένο σε κλαρωτά σεντόνια , που δεν θα ειναι ποτέ έτοιμο να αντιληφθεί πως η ζωή της πήγε στα χαμένα.
Λές κι άκουγα παιδικές φωνούλες. Απο «κατά λάθος» εκσπερματώσεις ….

ΚΟΛΑΣΗ

Στιγμιότυπο 2016-05-05, 3.48.46 μμ

Γνώρισα ενα τύπο προχθές με υποψία φλέρτ. Ειχα καιρό να νοιώσω μάτια να διεισδύουν, να παλεύουν να ψάξουν.Να βρούν.Κάτι.Μια σπίθα , μια ανταπόδοση στην προσπάθεια.
Δεν ειναι τυχαίο . Οσους τοιχους και να προβάλουμε , οσα αναχωματα και να σκάψουμε , αν θέλει η ματιά να σε βρεί , θα σε ανακαλύψει.
Τυχαίο το συμβάν αλλά ενδεικτικό.

Απο την άλλη τον τελευταίο καιρό , μπορώ να δω τον άλλο να γελάει με την καρδια του-που λένε , μονο αν εχει πιεί 5-6 τσιγαριλίκια ΄ηηκαμμιά δεκαριά ποτά. Αλλιώς δεν παλεύεται, μου λένε.
Ο καθένας με τον τρόπο του πλέον , αντιμετωπίζει αυτό που ονομάζουν όλοι κρίση.
Τώρα για τι ειδους κρίση μιλάμε , όταν η σειρά προτεραιότητας για το νεο iphone εχει φτάσει τις 7.000 και με προκαταβολή παρακαλώ.Το ειδα με τα μάτια μου!
Τι σόι κρίση περνάμε αφού με κάθε ευκαιρία η Αθήνα αδειαζει.Αν γινόταν και κάθε εβδομάδα , πάλι το ίδιο θα γινόταν.

Ανθρωπιστική ειναι η κρίση, το έχουμε ξαναπέι.Και οχι μόνο.Θα ελεγα οτι ειναι ενα μεγάλο crach test με τον εαυτό μας μπροστά και μετά με τους δίπλα , τους απέναντι , τους «φίλους» , τους εραστές , αφεντικά , υπαλλήλους κοκ. Τζίφος. Το χάσαμε το παιχνίδι.
Σε ακρωτηριάζουν για λίγο «ψωμί» γιατι εισαι κάτι διαφορετικό, γιατι σε θαυμάζουν αλλά δεν μπορούν να σε πιάσουν, γιατί φθονούν το λίγο σου ή το πολύ σου.
Και πλέον χωρίς καμμία κάλυψη. Απο τη μια το λές και μια τυπου κάθαρση. Απο την άλλη το αποκαλείς και θράσσος. Απο την πολιτική-κατ ευφημησμόν- έως το διπλανό διαμέρισμα , το φίλοσου , την οικογένεια,τον περίγυρο.

Αισθάνομαι την ανάγκη να περιαυτολογήσω. Οι παγίδες και οι σειρήνες πολλές. Ειδικά αυτή την εποχή έρπονται, πετούν, στριφογυρνούν. Αντιστέκομαι. Βλέπω και αντιλαμβάνομαι ανθρώπους που ειχα σε εκτίμηση , για κάποιο λόγο, να υποκύπτουν στη «νέα τάξη πραγμάτων» ,της υποτέλειας , της φτήνειας , του εξευτελισμού.
Βλέπω και νοιώθω τον αγώνα κάποιων που αντιστέκονται , μα ειναι τόσοι λίγοι. Το ασυτονόητο εγινε δισθεώρητο. Μακάβριο αντικείμενο χλευασμού για τους έχοντες την υπεροψία και την φαυλότητα οτι , ειναι ,κυρίαρχοι σε μια κατάσταση που δεν εχει σταματημό.
Δεν σκέφτονται άραγε , οτι ισχύει για όλους αυτό;
Μιλούν για λαίλαπα, αυτοί που ισοπέδωσαν.
Μιλούν για διαφθορά αυτοί που άνοιξαν το κουτί της Πανδώρας και δεν θέλουν –οχι δεν μπορούν- να το κλείσουν.
Σερνόμενα ανθρωπάρια ακολουθούν στρατηγικές και μεθοδολογίες κομμάτων.ΑΚΟΜΗ .

Δεν ανακατεύω πολιτική.Δεν εχει νόημα.Η πολιτική. Με τους ανθρώπους γυρω μου ασχολούμαι γιατι με αφορούν.Ειμαι μέρος μιας κοινωνίας που σέρνεται σαν φίδι βγάζοντας δηλητήριο και κροταλίζοντας ουρές. Δεν ανήκω εδω.Δεν θέλω.
Μα και που να πάω; Με τι κουράγιο; Με τι εχέγγυα; Κάποιοι τυχεροί τη κοπάνησαν.
Νοιώθω οτι βρισκόμαστε στα δυο προτελευταία στάδια της κόλασης του Δάντη. Ενσυνείδητα βουλιάζουμε,γεμίζουμε πύον την ψυχή μας και αλαλάζουμε λες και δεν ξέραμε.

Δεν ανήκω εκεί.Πειτε με ψώνιο, μαλάκα,ηλίθια,εγωκεντρική.Ποσώς πλέον με ενδιαφέρει.
Τη σαπίλα μου τη δούλεψα αρκετά καλά.Το βλέπω στα μάτια αυτών που τολμούν και με κοιτούν κατάματα ψάχνοντας αλήθεια και ας πονάει..
Κι ειμαστε τόσοι λίγοι.Ουτε πρόβατα, ουτε λύκοι,ούτε βοσκοί…
Δεν ανήκουμε σε κουτάκια.Γιατι περασα και απο εκει.Γιαυτο και το γνωρίζω..
Η ανθρωπιστική κρίση,όπως την ονόμασαν ,ακόμη δεν άρχισε. Η κόλαση η δική μας δεν εχει πάτο στον ανάποδο κώνο…

Στιγμιότυπο 2016-04-29, 1.35.50 μμ

Έχει μεγάλη διαδρομή ο άνθρωπος .Ειδικά αν έχει διάθεση να περπατήσει. Αν χρειαστεί και να τρέξει , ακόμη καλύτερα.Βάλε και τα εκκατομύρια δρομάκια , όλο και κάπου θα βγεί.
Κάπως έτσι κι εγω πέρασα και απο άλλα μονοπάτια.Δεν μου αρέσει να γράφω και ειδικά να καταγγέλω,χωρίς να γνωρίζω τα στοιχειώδη. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, που θα αναφερθώ ,ομολογώ οτι ήταν ενα οξύμωρο μονοπάτι.Κάποια σωτηρία της ψυχής θα έψαχνα, απλά μου έμαθαν το λάθος δρόμο.Τουλάχιστον σε μένα.Με οδήγησε σε γκρεμό…

Μεγάλωσα σε μια τυπική Ελληνική οικογένεια.Μέχρι και κατηχητικό.Εαν περνούσα εκκλησία και δεν έκανα το σταυρό μου,ένοιωθα ενοχές.Εταξα τον εαυτό μου-δεν το πιστευω που τα γράφω-στην Τήνο.Ανέβηκα με τα γόνατα. Ναι εγω.
Μεγάλη Τρίτη σταματούσα να δουλεύω ,ήταν απαράβατος όρος, γιατί ήταν και ειναι για πολλούς ,αμαρτία να φας κρέας τη μεγάλη εβδομάδα.Ειδικά ωμό.

Οι “δόξες” πέρασαν ανεπιστρεπτί.
Ειμαι Αθήνα πλέον πριν δέκα χρόνια,περίπου . Πουλέν σε στούντιο-οίκο ανοχής- αλλά οχι αφεντικό πλέον. Μια καθαρή δοσοληψία.Μου δίνεις χώρο,ζέστη,κλπ , σου δίνω τα μισά. Ήταν πολλά τα λεφτά Άρη, για να σκεφτώ οτι δεν ήταν και τόσο δίκαιο τελικά,αλλά… άλλη ιστορία. Συν οτι έπραξα τα ίδια αργότερα.Ειναι να μην μπεις στο παιχνίδι.Θα παίξεις. Όλους τους ρόλους.

Τρεις μέρες δούλευα εκει.Η μια ηταν Παρασκευή. Η μια ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Ζήτησα “απαλλαγή”. Φυσικά μου είπε οχι η πατρόνα-αφεντικό.
Δεν μπορούσα να πάω.Δεν κοιμήθηκα ολη νύχτα.Αλλά ήταν σκληρός διαπραγματευτής η κυρία.
“Θα δουλέψεις, αλλιώς , σταματάς”.Τη μίσησα,τη σιχάθηκα.
Δούλεψα. Και όπως το περίμενα, απο άλλες κοπέλες που το έλεγαν, λαικό προσκύνημα.Πολύ δουλειά. Κάθε κορμί και καρφί.Πόσο ανόητη ήμουν. Με τιμωρούσε ένας θεός που δεν τον διάλεξα και απο την άλλη προσκυνούσα ενα θεό που με αποκύρηξε εν τη γενέσει μου, ερήμην μου.

Επίτηδες το έκανε.Ήξερε πολύ καλά την αδυναμια μου στο θέμα.Ανετα θα μπορούσε να βρεί κάποια άλλη κοπέλα.
Όταν ,πλέον, τα λέω σε κάποιους ανθρώπους αυτά,πολλοί απαντούν πως ειναι δοκιμασία απο το θεό ολα αυτά.Και ξαναρωτώ; Γιατί θα πρέπει να ειμαι ειδωλολάτρης σε ενα σύμβολο για να σωθεί η ψυχή μου; Ποιού “παιδί” ειμαι εγώ , αφου ειναι υπεύθυνος για τα πάντα;

Δεν θα πάρω απαντήσεις.Ή θα πάρω τις γνωστές που τις πατάω κάτω με το δωδεκάποντο.
Έζησα μια πλάνη και τιμωρήθηκα τόσο,απο τον ίδιο μου τον εαυτό.Ποιός θεός το θέλει αυτό; Όλοι οι…θεοί.Απαρχής ιστορίας του κόσμου αυτού. Αμάρτησα λέτε με τη σκέψη Μεγάλη Εβδομάδα; Εδω Μεγάλη Παρασκευή με “αγάπησαν” σαράντα άντρες.Κάθε άγγιγμα και έκαιγε χωρίς υπερβολή.Πέρασα εναν εφιάλτη. Τόση πλάνη σ εναν εγκέφαλο εύπλαστο ,δοκιμασμένο,φοβισμένο, ταραγμένο και πάντα ανήσυχο.

Κατανοώ αυτούς που πιστεύουν.Εμένα δεν συχγωρώ που έπεσα σε τέτοια παγίδα.

ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΤΙΜΟΤΕΡΟ ΤΟ ΟΙΔΗΜΑ

Στιγμιότυπο 2016-04-17, 5.04.11 πμ

Κάπως έτσι καταρακώνονται τα συναισθήματα.Ξημερώματα Κυριακής.Κι έρχονται σύμμαχοι στη ρωγμή , τα μαύρα σύννεφα, ο λυσσασμένος άνεμος ,η βροχή, αρχές του Δεκέμβρη.
Τα τελευταία χρόνια μονολογώ συχνά την ίδια φράση. «Σε λάθος εποχή γεννήθηκα» .
Ψέμμα. Μια χαρά εποχή γεννήθηκα. Σε λάθος εποχή μεγαλώνω. Άλλαξαν μορφή ,όλα σχεδόν. Δεν σε πλησιάζει κανείς πια, χωρίς να θέλει να αρπάξει κάτι απο σένα . Συνήθως οχι ανοιχτά. Θα ήταν πιο έντιμο.
Μονομάχος σε μια αρένα νοιώθω.Κι όλο ανοίγουν τα συρταρωτά κάγκελα και ξεπετάγονται θηρία ,με ούτε καν μια αλυδίδα στο λαιμό ,έτσι για ξεκάρφωμα,για τα προσχήματα. Δεν υπάρχει κερκίδα να κραυγάζει. Είναι απροκάλυπτοι πια οι άνθρωποι.

Οι φίλοι μου. Που είναι οι φίλοι μου; Τι ΔΕΝ έδωσα και μου έφυγαν;Κι αυτοί που στέκονται δίπλα μου , τι απέμεινε να πάρουν ;
Μεγάλη πληγή η αγνωμοσύνη.Σταθερή αξία αυτοί που πατούν επι πτωμάτων ,για να πετύχουν κάτι στη ζωή τους ,αδιαφορώντας για τις παράπλευρες απώλειες.
Που έκανα λάθος; Μήπως φταίω μόνο εγώ;

Δίνω, δίνω , δίνω ,.Καυχιόμουν πάντα οτι δεν υπάρχει παρόμοια αίσθηση πληρότητας , όταν δίνεις.
Το φαρμάκι της αμφιβολίας αρχίζει και κυλάει στις φλέβες μου και μου παγώνει το αίμα.Τι δίνω; Που δίνω; Την ψυχή μου ρε φίλε. Κομμάτι-κομμάτι. Και ζητούν.Πως να αρνηθείς; Πως να κοιμηθώ ήσυχη αν δεν δω μάτια να γαληνεύουν μετά τη φουρτούνα τους; Όταν με βρέχουν τα κύματα τους;
Πως κοιμούνται αυτοί ήρεμοι; Με χάπια. Με ναρκωτικά.
Όχι δεν μπορεί όλοι να παίρνουν υπνωτικά. Εγώ δεν κάνω κάτι καλά. Το ψάχνω.Ανοίγω πληγή. Την ξύνω. Ματώνει.Στάζει .
Είναι προτιμότερο όμως απο το οίδημα. Η φλεμονή σαπίζει, βρωμάει. Μα δεν την μπορώ τη βρώμα. Προτιμώ πιότερο το αίμα.
Βουλιάζω στη νοσταλγία μου.Που είναι οι φίλοι μου;Οι άνθρωποι που με πλησίαζαν για ενα μου μόνο χαμόγελο.Αφού το έβλεπα, τους έφτανε.Τι άλλαξε; Αυτό που αναδύεται γύρω μου, δεν μου αρέσει ,με τρομάζει. Πρέπει κι εγώ ν αλλάξω;
Δεν θέλω.
Μα ματώνω.
Κλέβει η μάσκαρα και το μολύβι, απο το βλέμμα μου πια. Χαροπαλεύει το κραγιόν να ξεπεράσει σε γοητεία το χαμόγελο μου. Το καταφέρνει.
Παραλληρώ.
Θέλω να μιλήσω , να ουρλιάξω. Μα ποιά αυτιά θα με ακούσουν; Είναι βουλωμένα.Με μουσικές,με σειρήνες,με αυλές, με κόλακες , με βουλοκέρια.
Φωνάζω : Ξυπνήστε ! Είναι ευφήμερο όλο αυτό. Μα ποιός ακούει; Χάνομαι σε λειβάδια που μαραίνεται το χαρτάρι σε κάθε πατημασιά μου . Έχει μαυρίσει η ψυχή μου. Σκίζω τις φλέβες μου να βγεί η τοξίνη , να παραμείνω στο όνειρο, στην ελπίδα. Σε πουλάν , μ ενα φιλί χειρότερο απ του Ιούδα. Εκείνο τουλάχιστον έμεινε στην ιστορία. Μοιράζω τη σκέψη μου να μαλακώσει το μυαλό μου. Μα θέλω να ουρλιάξω. Ξυπνήστε ρεεε. ! Εδώ είναι η ζωή , τώρα , μια στιγμή….

Η ΜΠΑΡΜΠΙ ΠΗΡΕ ΡΟΠΑΛΟ

Στιγμιότυπο 2016-04-10, 2.26.21 μμ

Ένα τεράστιο υπέροχο σπίτι με θέα τη θάλασσα. Το χρήμα άφθονο σε μια κατά τα φαινόμενα ωραία οικογένεια. Ο πατέρας ανα πάσα στιγμή πρόθυμος να βοηθήσει τα δυο του παιδιά. Η μητέρα μια όμορφη , δραστήρια Ελληνίδα μάνα.

Ο γιός , οχι ανοιχτά ομοφυλόφιλος.(Θα καταλάβετε γιατί το τονίζω.) Ίσως γνώριζε η οικογένεια , αλλά ποιόν συμφέρει να παραδεχτεί την «πληγή» στο σπίτι του ; Κρυφά και καλά. Σε αυτά τα χαλιά των Ελληνικών οικογενειών , απορώ πως μπορούν και περπατούν γυμνά πόδια με τόσα χωμένα πράγματα απο κάτω.

Η κόρη … !Η κόρη το άλφα και το ωμέγα του σπιτιού. Πανέμορφη , κατάξανθη. Αρκετά ψηλή με ενα κορμί που δεν υπήρχε περίπτωση να μη το ζηλέψει γυναίκα και να μην το ποθήσει αρσενικό. Κοκέτα με υπερβάλοντα ζήλο. Από αυτά τα κορίτσια , τα κακομαθημένα; καλομαθημένα ; που δεν της χάλαγε κανείς χατήρι , που η μόνη τους έννοια ήταν το μαλλί , το ντύσιμο , το στήσιμο , ο γκόμενος , οι καφετέριες , το κλάμπ , το ανάκλινδρο και το άψογα βαμμένο νύχι.

Ειδικά το νύχι. Αν έσπαγε κάποιο απο άτσαλη κίνηση , είχαν πένθος στο σπίτι για δυο μέρες οικογενειακώς, μου είπε χαριτολογώντας ο φίλος μου , ο γιός ντε , για να δώσει το μέγεθος της υπερβολής και της βολεμένης ,απαίδευτης κοπέλας.

Ώσπου ήρθαν τα πάνω κάτω. Μια νύχτα ,λίγο πριν κάνει δυναμική την παρουσία του το καλοκαίρι , 3 μετανάστες σκούρου χρώματος έβαλαν στο μάτι τη μητέρα καθώς γύριζε στο σπίτι.
Προσπάθησαν να της αρπάξουν την τσάντα και οτι κόσμημα φορούσε.Τρία χρόνια περίπου πρίν , που δεν φοβόμασταν και τόσο πολύ τη νύχτα. Δεν κάναμε σύσκεψη με τον εαυτό μας πως και με τι θα κυκλοφορήσουμε στο δρόμο.

Δεν την έδινε. Την σάπισαν στο ξύλο. Κατάγματα σε όλο το σώμα και αμέτρητοι μώλωπες. Έσπασε το σαγόνι. Παραμορφώθηκε το όμορφο πρόσωπο. Ηταν σχεδόν αδύνατον να επανέλθει στην αρχική του μορφή , όπως αποφάνθηκαν δεκάδες γιατροί. Αμφέβαλαν αν θα ζήσει με τόσα τραύματα.Το μίσος είχε πάρει τη χειρότερη μορφή του.

Τα κατάφερε.Επιβίωσε. Δεν πιστεύω να επανήλθε η ψυχή της ποτέ εκεί που την έχασε εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ.Δεκάδες χειρουργικές και πλαστικές επεμβάσεις.

Το μεγαλύτερο σοκ το έπαθε η μικρή. Τεράστια αδυναμία στη μητέρα. Δεν μπορώ ούτε δεπτερόλεπτο να έρθω στη θέση της. Ούτε ενα δεπτερόλεπτο.

Δεν ξέρω και απο τάκτ δεν ρώτησα πόσος χρόνος χρειάστηκε για να πάρει αυτό το αλαβάστρινο κορίτσι μια απόφαση που σίγουρα άλλαξε τη δική της ζωή και των γύρω της. Έγινε ενεργό μέλος της χρυσής αυγής. Χωρίς φόβο και με πολύ πάθος.

Η πρώτη αβίαστη σκέψη ειναι, αναμενόμενο. Έφυγε το χρυσάφι απ το κεφάλι. Γουλί. Γιατί όπως την δασκάλεψαν , ο εχθρός πρώτα απ τα μαλλιά θα σε πιάσει. Εξαφανίστηκε το βερνίκι απ τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλα. Αγρίεψε το βλέμμα, σκοτείνιασε.Βρήκε στόχο στη ζωή , από τρία εγκληματικά στοιχεία. Εχθρός οι μετανάστες πιά. Το ρόπαλο πήρε τη θέση της chanel. Εύκολη απόφαση όταν βλέπεις τη μάνα σου να μπαινοβγαίνει σε χειρουργεία 3 χρόνια σε άθλια ψυχολογική κατάσταση.

Εύκολη; Ειναι απο τις λίγες φορές που δεν μπορώ να απαντήσω. Αναρωτιέμαι αν της ειπε κανείς σε τι άσχημους ατραπούς μπαίνει. Ο αδελφός δεν μπορούσε. Ήταν ήδη στη μαύρη λίστα. Οι φίλοι; Έμεινε κανείς; Κι αν έμεινε ήταν «όμοιος» της; Ομοιοπαθής; Έτσι χαλουγούν; Περιμένουν στη γωνία τα θύματα για να δώσουν συμπαράσταση;

Βλέποντας σήμερα την προπαγάνδα που γίνεται απο media και κόμματα , λές και ανακάλυψαν σήμερα το φαινόμενο , σκέφτομαι , πως τολμάμε να σκεφτόμαστε οτι έχουμε ελπίδα για κάτι καλύτερο; Δεν έχει πάτο η υποκρισία που ζούμε στις μέρες μας.

Αυτό το κορίτσι και πολλά άλλα , κατέστρεψαν τη ζωή τους γιατί κάτι κομματόσκυλα άφησαν να υφέρπει ενα φίδι τεράστιο απο κάτω μας , χωρίς να τους βολεύει να κάνουν κάτι γι αυτό. Δικά τους παιδιά ειναι και αυτοί και η κοπέλα της ιστορίας.

Δεν γνωρίζω αν μπορεί πλέον να δεί το ανούσιο του πράγματος και να ξαναγυρίσει εκεί που ανήκει. Ίσως ειναι αργά.Ίσως έπεισε τον εαυτό της οτι το ξυρισμένο κεφάλι της «πηγαίνει» περισσότερο.
Αυτό που θα ήθελα να τη ρωτήσω , αν ειχα την ευκαιρία , ειναι το εξής.
Αν έβαψε τα χέρια της με αίμα αυτά τα τρία χρόνια. Και αν ναι , απάλυνε ο πόνος;
Αισθάνεται δυο φορές προδομένη απο την δεύτερη οικογένεια που υιοθετήθηκε;

Απο όποια πλευρά και να το δείς , η βία θα φέρει βία. Αλλά δεν λέω και κάτι καινούριο…

Ποιός μπορεί να σώσει ενα κορίτσι που η ζωή της ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα και της τα έκαναν αγκάθια κοφτερά ;
Που να δώσεις άφεση και που ανάθεμα…

ΒΡΥΚΟΛΑΚΕΣ ΨΥΧΩΝ

Στιγμιότυπο 2016-01-07, 2.42.14 μμ

Ο μύθος είναι παλιός. Χάνεται στα βάθη των αιώνων, ανάμεσα σε βουνά και πεδιάδες της Ανατολικής Ευρώπης.
Εκεί που έκανε την παρθενική του εμφάνιση ο πρώτος Δράκουλας.
Φυσικά είπαμε, είναι μύθος.
Τα βαμπίρ των ψυχών όμως, είναι υπαρκτά. Ζουν ανάμεσά μας. Δίπλα μας. Υπάρχουν γύρω μας.
Πολλές φορές κοιμόμαστε και μαζί τους. Τα αγκαλιάζουμε, τα αγαπάμε. Τους δινόμαστε. Απλώς, δεν το γνωρίζουμε. Ίσως ούτε και οι ίδιοι.
Αυτοί βέβαια, έχουν το ελαφρυντικό της άγνοιας.
Εκείνοι που γνωρίζουν πώς να ρουφούν την ενέργεια σου, είναι οι πραγματικά αδίστακτοι βρικόλακες.
Μη γελάτε. Υπάρχουν εκατοντάδες μελέτες γι αυτό το θέμα.
Από περιέργεια μπήκα στο διαδίκτυο κι έψαξα καλύτερα. Και ήρθαν μπροστά μου κάποια πρόσωπα με τέτοια χαρακτηριστικά.
Τι έκανε στην ουσία ένας βρικόλακας;
Για να ζήσει, όντας νεκρός, έπρεπε να τραφεί με αίμα. Ανθρώπινο. Κατά προτίμηση νεαρής ηλικίας, φρέσκο. Στην ανάγκη όμως, δεν του έμενε αδιάφορο και κάποιο κορμί πιο σιτεμένο. Γυρόφερνε τις νύχτες, αφού το φως της ημέρας δεν του επέτρεπε να «ζει».
Οι βρικόλακες του σήμερα, έχω την πεποίθηση πως είναι όντως νεκροί άνθρωποι.
Είναι όντα που όσες φορές κι αν προσπαθήσουν να δουν το είδωλό τους σε καθρέφτη, βλέπουν κενό. Μια άδεια ψυχή στον καθρέφτη της ζωής, δεν έχει είδωλο.
Οι ανίδεοι το κάνουν από ανάγκη. Ασυναίσθητα. Ενστικτωδώς. Αποζητούν τη συντροφιά σου, την καταπίνουν, αναγεννιούνται και όταν αποσύρονται νοιώθεις απλώς άδειος, κενός, μουδιασμένος.
Υπάρχουν όμως και τα βαμπίρ με συνείδηση. Με στόχο. Με σχεδιασμό.
Και άντε να καταλάβεις πως η δική τους ανάγκη να βρίσκονται δίπλα σου, να σε αγγίζουν ή όχι, να αρπάζουν το γέλιο σου, αποτελεί την ίδια τους τη ζωή.
Όταν μάλιστα εισβάλουν στον κόσμο σου και εγκατασταθούν εκεί, κάνουν πύργο τους το δικό σου χώρο. Για δέκα λεπτά. Μια ώρα. Ένα βράδυ. Νύχτες ολόκληρες. Ή μια ολόκληρη ζωή.
Με μια αγκαλιά. Ένα κλεμμένο χάδι. Για να μπορούν να συνεχίσουν να αναπνέουν με χαμόγελο.
Δύσμοιρα πλάσματα που ανακαλύπτουν υπάρξεις γεμάτες προσδοκία για ζωή. Και ρουφούν. Απομυζούν. Νεκρώνουν.
Άδειες ζωές που γεμίζουν αίμα απ’ τη δική σου.
Πολλές φορές, εμφανίζονται ανά διαστήματα. Κάνουν τα πάντα. Ακόμα και τα πιο ακραία πράγματα. Αρκεί να σ’ ακουμπήσουν. Να ανασάνουν απ’ την ανάσα σου. Να αρμέξουν όση λευκότητα έχει απομείνει στην αύρα σου. Να λάμψουν οι ίδιοι. Μικρές ή μεγάλες άσπρες πινελιές, σε μαύρο φόντο.
Κοιμούνται ευτυχισμένοι στο νεκροκρέβατο τους, αφού άρπαξαν ό,τι ζωντανό έχεις μέσα σου.
Και όταν φεύγουν από κοντά σου, νοιώθεις να λυγίζουν τα πόδια σου. Να χάνεται ο κόσμος σου.
Μπαίνεις αργά-αργά στην πλάνη, πως η απουσία τους φταίει γι αυτά σου τα συναισθήματα. Και η λύπη γίνεται συνήθεια.
Ο πόνος, κομμάτι της καθημερινότητας σου. Αρρωσταίνεις και πιστεύεις πως το φάρμακο σου είναι η παρουσία τους.
Μόλις το αντιλαμβάνονται, έχουν ήδη κερδίσει.
Όταν η θετική σου ενέργεια έχει θερμοκρασία υπό του μηδενός και είσαι άνθρωπος που αναζητά, που σέβεται τον εαυτό του ώστε να μην τον αφήνει να υποφέρει, θα βρεις την άκρη του νήματος.
Κι όταν την ανακαλύψεις, γιατί θα την ανακαλύψεις, το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να τους στερήσεις την παρουσία σου.
Ακόμα χειρότερα, το βλέμμα σου.
Βάζεις το βασικό συστατικό του σκόρδου σε υγρή μορφή, σε όλες σου τις φλέβες και απλώς σκοτώνεις…ένα νεκρό.
Καμία τύψη. Απόγνωση μέχρι να συνέλθεις. Λύτρωση όταν το καταφέρεις. Μάτια ορθάνοιχτα, μη ξαναγίνεις θύμα.
Και μην ξεγελαστείς. Δεν κυκλοφορούν μόνο νύχτα.
Ενίοτε και μέρα μεσημέρι.