Δεν το ειχα πάρει σοβαρά, αλλά έπρεπε να ξεκουράσω λίγο τη μαμά και να έρθω να σε δώ…για να μη λές…
Σου είχε φορέσει babylino ,σου είχαν δωσει κάποιο ηρεμιστικό και είχαν βασιλέψει περίεργα τα μάτια σου.Με κοιτούσες όπως ποτέ άλλοτε. Το βλέμμα της μάνας μου με τρόμαξε πιο πολύ.
Ειχε κολλήσει το μυαλό του. «Απόψε θα πεθάνω».
Όσα αστεία και αν του έκανα δεν χαμογέλασε.Δεν καταλάβαινε.
Η πρώτη φορά που δεν με γνώρισε,πριν λίγο καιρό,μου άρπαξε σχεδον ολο τον αερα απ τα πνευμόνια.Του χάιδευα τα κατάλευκα μαλλιά και του άρεσε.Αλλά το χέρι μονίμως κολλλλημένο στο χέρι της γυναίκας του. 59 χρόνια μαζί. Πως αντέχουν οι άνθρωποι τόσα χρόνια τα χνώτα του άλλου,εχω αναρωτηθεί πολλές φορές. Αλλά τέτοιες σκηνές με αποστομωναν. Ειναι όλα γι αυτόν.Μάνα, γυναίκα,μητέρα των παιδιών του, αδερφη του ,όλα.
Δεν γνώρισε ποτέ μητέρα.Ο πατέρας του αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια του όταν ήταν 6 χρονών. Διάφορες οικογένειες,κοιμόταν στο στάβλο με τις αγελάδες και βύζαινε γάλα.Όλοι περνούσαν δύσκολα τότε. Πήγε φαντάρος στην Κατερίνη είδε την κυρά Βάσω ,16 χρονών κορίτσι και την παντρεύτηκε. Κι έμεινε εκεί.Δεν ξαναγύρισε στην πατρίδα του κι ας ήταν πιο όμορφα. Μας πήγε 2-3 φορές στην Κεφαλλονιά για να μας δείξει που μεγάλωσε και να κρατήσει μια σχέση με τ αδέρφια του.
Πάνω απ όλα η οικογένεια του.Ήσυχος άνθρωπος.Ούτε καφενείο.
«Βρε αγόρι μου ,πήγαινε μια βόλτα να πιείς ενα καφέ».
«Οχι , μου φτάνετε εσείς».
Και τι δουλειές δεν έκανε για να περνάμε όσο πιο άνετα μπορούσαμε.Τον θυμάμαι μέσα στα χιόνια στο χωριό να πουλάει πετρέλαιο με ένα τρίκυκλο σε διάφορα χωριά.Αργούσε να έρθει κάποιες νύχτες και τον περίμενε .Μερικά βράδια τους διάβαζα οτι ειχα μάθει στο σχολείο και τον έπαιρνε ο ύπνος στην καρεκλα.
. Περίμενε να γυρίσω απο Καζαμπλάνκα για να με αποκαλέσει με δάκρια στα μάτια , Αννούλα μου.
Τον ειχε προγγίξει η μάνα μου-λέξεις και τόνος,που δεν ξέχασα..
«Αν φέρεις ποτέ σε δύσκολη θέση το παιδί,να ξέρεις.Εσυ θα φύγεις,οχι αυτό». Δεν ξέρω αν το έκανε απο φόβο μη τη χάσει ή απο αγάπη.Αργότερα κατάλαβα πως είχε τόση αγάπη μέσα του και για μένα. Αν η αδερφή μου δεν είχε το όνομα της μάνας του,που δεν γνώρισε ,μπορεί να είχα τα πρωτεία στην καρδιά του απ ολα τα παιδιά του.
(Δεν μουφτανε το θεωρείο που μου ειχε παραχωρήσει αυτή.Ειναι γλυκιά η αγάπη και αχόρταγη.
Δεν σε ανέφερα ποτέ σε κανένα γραπτό μου,σχεδόν σε καμμία συνέντευξη.Ακόμη και στην αυτοβιογραφία μου δυο αράδες έγραψα .Με προβλημάτιζε ανα καιρούς όσπου σχεδόν κατάλαβα οτι μάλλον σε παραείχα δεδομένο. Ενώ η άλλη η τσαούσα , μου κρατούσε μούτρα,με μάλωνε,με αγκάλιαζε, με χαστούκιζε πιο παιδί. Εσυ… σαν να μην υπήρχες.Αθόρυβος.Την δουλειά σου ,για να έχουμε να φάμε και το «σπίτι» σου. Ενα χαστούκι κάποτε μου έδωσες,ήμουν πολύ μικρό και μου έκανε τόσο εντύπωση!
Και τώρα σ έβλεπα ανήμπορο με 85 χρόνια στην πλάτη ,να μην μπορείς να περπατήσεις , με ενα πρόβλημα που αποκαλύφθηκε πρόσφατα στον εγκέφαλο και τη μερική άνοια ,που τη διασκεδάζαμε,αν θυμάσαι όλοι μαζί.Φυσικά και δεν του έκανες τη χάρη να φύγεις εκείνο το βράδυ.Μπορεί κι εκείνος να τρόμαξε απ το βλέμμα της μάνας μου.
Σ ευχαριστώ για τις σιωπές τις ηθελημένες .Σε παρακαλώ συγχώρεσε με για όποια πληγή σου άνοιξα. Να ξέρεις πως σ αγαπώ και πρέπει να στο λέω πολλές φορές γιατί το ξεχνάς σε δευτερόλεπτα.Σου χρωστάω τη ζωή μου στο κάτω-κάτω…
Υ.Γ. Εβδομήντα μέρες σε ενα αποστειρωμένο χώρο,με δεκάδες σωλήνες να εισχωρούν στο σώμα σου.Το τόσο ταλαιπωρημένο μα ακούραστο.Μισή ώρα να διευθετίσω την ανάγκη μου να ακουμπήσω τα παραμορφωμένα χέρια απο το πρήξιμο,να ακουμπήσω τα ασημένια-κάπως απεριποήητα μαλλιά σου,να δώσω ΙΣΩΣ το τελευταίο χάδι.Να συγκρατώ σαν άλλος άτλαντας το λυγμό μου και τα δάκρυα μου,ακούγοντας την άλλη ζωή σου να σου ψιθυρίζει κλαίοντυας βουβά:Άνοιξε τα μάτια σου αγόρι μου,ψυχή μου.Το κορίτσι σου ειμαι.Έλα πάμε σπιτι μας , ειναι σιωπηλό και οι κραυγές μου κάτω απ τις κουβέρτες,όταν σε ψάχνω δίπλα μου,με αποδυναμώνουν. Ελα παληκάρι μου,ελα Σταυράκο μου…
Ποιό πόνο να διαχειριστώ ρε μπαμπάκα;Τοδικό σου,που δεν αντιλαμβάνεσαι την απώλεια της σταθεράς μου; Το πόνο των 60 χρόνων που διαλύει τη σιωπή ,σ ενα ψυχρό λευκό δωμάτιο,που δεν ειχες την ευχέρεια να πεις ενα αντίο,σε οτι σε εκανε ευτυχισμένο.
Υ.Γ.2 Μη μου την πάρεις σε παρακαλώ.Έφυγες γεμάτος .Σου έκλεισε τις πληγές.Δώσε χρόνο ρε μπαμπά να γεμίσω κι εγώ κι εμείς.Να της προσφέρω μια αγκαλιά απο καρδιές συγκολιμένες που μόνο αυτή μπορεί να απαλύνεις τις ουλές.
Δεν ειναι ο θάντος που φαντάζει ανυπέρβλητος.Ειναι αυτό το ποτέ ξανά.
Αντίο πατέρα μου …