Την προηγούμενη εβδομάδα, είχαμε την πιο παγωμένη νύχτα του χειμώνα.
Στην ησυχία και το λούφαγμα του κρύου, έσκασαν στο κεφάλι μου εικόνες από μια, φαινομενικά μακρινή εποχή, αλλά στην ουσία, όχι και τόσο.
Η χνουδωτή ασημένια Λούσυ, αφημένη στην ευδαιμονία της, σχεδόν γουργούριζε σαν γάτα δίπλα μου, απ’ την ευτυχία. Έτσι κάνει. Αρκεί να μ’ ακουμπάει. Αυτό συμβαίνει όταν λειτουργεί ένστικτο και όχι μυαλό.
Ο αέρας λυσσομανούσε έξω. Τα φυτά στο μπαλκόνι χόρευαν ροκ εντ ρολ.
Νόμιζα πως θα φύγει το σπίτι από τη θέση του. Είχανε πει πως θα χιονίσει.
Και να ‘τες…ήρθαν δειλά- δειλά οι αναμνήσεις, πριν τις πρώτες νιφάδες.
Στα ακροδάχτυλα, μην τυχόν και τρομάξω.
Μόλις είχα βγει από ένα καυτό, λυτρωτικό μπάνιο.
Στην κάθαρση της ψυχής βοηθάει και το νερό. Όσο καυτό το αντέχει το δέρμα. Μέχρι ν’ ανατριχιάσεις. Το άγριο σφουγγάρι να αφαιρεί κάθε υπόλειμμα ανεπιθύμητου αγγίγματος.
Δεν χρειάζεται να είσαι πόρνη για να βιώσεις μια τέτοια εμπειρία.
Λίγο- πολύ, όλες οι γυναίκες έχουν νοιώσει αυτή την ψευδεπίγραφη στιγμιαία λύτρωση. Πόσω μάλλον…αν είσαι.
Τη θέση της Λούσυ με τέτοιους χειμώνες και για κάποια χρόνια, την είχε ο Κούκι. Ένας σκύλαρος σαράντα κιλά περίπου.
Φύλακας και φίλος. Εδώ το μέγεθος μετράει.
Ήταν αναγκαία η παρουσία αρσενικής συντροφιάς, ελλείψει αντρικής. Υποκατάστατο προστασίας, μια και είχε αρχίσει να με διαλύει η αποδοχή της πραγματικότητας: ότι ο άντρας της ζωής μου, ήμουν εγώ. Πάντα!
Οξύμωρο, αν αναλογιστεί κανείς τι συνέβη μετά το τέλος της εφηβείας μου.
Σε μια επαρχία λοιπόν, που κατάφερε να μου αφαιρέσει το πιο γνώριμο και αγαπητό σε όλους ιδίωμα μου, τον αυθορμητισμό, έζησα άλλη μια ίδια παγωμένη μέρα.
Όταν άνοιξα την πόρτα της αυλής και βγήκα στο δρόμο, βούλιαξαν τα πόδια μου σε πενήντα περίπου πόντους χιόνι.
Αν αναλογιστείς πως είμαι 1,68 δεν περίσσευε και πολύ.
Ο Κούκι χοροπηδούσε σαν κατσίκι απ’ τη χαρά του. Σ’ εναν άδειο δρόμο, ερημικό, προσπαθούσε να τρέξει κι εγώ να τον πιάσω. Προφανώς, έφαγα περισσότερες τούμπες.
Έγινα παιδί για κάποια ώρα, απαλλαγμένη από κάθε άσχημη σκέψη, για το τι έκανα τις προηγούμενες ώρες.
Να μη με βλέπει κανείς. Να γελάω σχεδόν υστερικά με το φιλαράκο μου, που μού έκανε τσαλίμια, γιατί είχε καιρό να δει τα μάτια μου να λάμπουν από ανόθευτη ευτυχία.
Ένα τραγούδι λέει, η μοναξιά στήνει παγίδες. Το μεγαλύτερο όπλο της, είναι να σε φέρει αντιμέτωπη με τον εαυτό σου.
Αν τον αγαπάς, γνωρίζοντας τα ελαττώματα του, η μοναξιά είναι χαμένη από χέρι.
Αν σε βρει σε στιγμή αδυναμίας, αξίζει να πολεμήσεις, να τη γλυκάνεις προσφέροντας της ένα τσιγάρο, να φουμάρετε…παρέα.
Γιατί όσες μάχες και να χάσεις, θα την κάνεις φίλη στο τέλος. Θέλει δε θέλει.
Ο πιο αναίμακτος πόλεμος. Άμαχος πληθυσμός θα είναι οι ενοχές, οι τύψεις και οι Ερινύες, που τις άγριες νύχτες του χειμώνα σ’ έχουν πιο πολύ ανάγκη.
Στη φυλάνε και σε επισκέπτονται με το όποιο θράσος διαθέτουν. Πάντα ακάλεστες. Το κέρδος όμως, είναι ανυπέρβλητο.
Φοβού τους ανθρώπους που δε μπορούν να μείνουν μόνοι τους. Που δεν αγαπούν τη μοναξιά τους.
Που δε γίνεται μια φίλη, που την καλείς όποτε θέλεις εσύ στο σπίτι σου. Να σε βοηθήσει αφιλοκερδώς, να κάνεις παρέα με το άλλο σου μισό. Το σκοτεινό.
Αν την κάνεις φίλη, θα στο φωτίσει. Θα γονατίσει μπροστά σου με σεβασμό, όπως οι αρχαίοι πολεμιστές ως ένδειξη άξιου μαχητή. Θα αναζητά την παρέα σου…
Όπως τότε με τον Κούκι.
Όπως την περασμένη εβδομάδα.
Κάτι το κρύο, κάτι η τηλεόραση που δε βλέπεται, με τη Λούσυ σχεδόν χαμογελαστή δίπλα μου, είπα να καλέσω για κρασάκι τη φίλη μου.
Καλά περάσαμε. Χαμογελούσα μέχρι να κοιμηθώ.
Τις αναμνήσεις δεν τις φοβάμαι. Η ζωή που έχω κάνει, είναι σαν μια άρτια καλοφτιαγμένη ταινία, που κάποιες φορές θέλω να την ξαναδώ.
Το pause, το stop και το rewind, είναι δική μου απόφαση, πότε θα τα χρησιμοποιήσω.
Αρκεί να μην τελειώσουν οι μπαταρίες απ’ το remote control. Αυτό με ανησυχεί λίγο.
Και πού να τρέχεις στο περίπτερο χειμωνιάτικα…
Το μόνο κακό της μοναξιάς. Δεν κάνει θελήματα.